Σε συναγερμό έχει τεθεί το υπουργείο Υγείας για την πιθανή μετάδοση της ιλαράς και στους επαγγελματίες υγείας λόγω και της αύξησης που παρουσιάζει η νόσος σε όλη την Ευρώπη. Μάλιστα το υπουργείο Υγείας εκτός από τα κρούσματα ξεκινά να καταγράφει και την ανοσία σε όσους παρέχουν φροντίδα σε μονάδες υγείας όπως είναι οι υγειονομικοί.
Κατεπείγουσα εγκύκλιος για την ιλαρά
Στην εγκύκλιο που απεστάλη σε όλες τις μονάδες υγείας της χώρας επισημαίνεται ότι «κρίνεται αναγκαία η λήψη μέτρων στους Χώρους Παροχής Φροντίδας Υγείας (ΧΠΦΥ)».
Το υπουργείο Υγείας λαμβάνει υπόψη:
Την κατά τουλάχιστον 30 φορές παρατηρούμενη αύξηση κρουσμάτων ιλαράς και την εμφάνιση επιδημικών εξάρσεων του νοσήματος στην Ευρώπη από τις αρχές του 2023, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Την καταγραφή στη χώρα μας των πρώτων 6 επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ιλαράς από τον Ιανουάριο 2024, εκ των οποίων τα 3 αφορούν σε εργαζόμενους σε Χώρο Παροχής Φροντίδας Υγείας (ΧΠΦΥ).
Την υψηλή μεταδοτικότητα του νοσήματος, με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως και 90% μεταξύ των επίνοσων ατόμων.
Τον αυξημένο κίνδυνο έκθεσης και νόσησης των εργαζομένων σε ΧΠΦΥ που δεν διαθέτουν ανοσία έναντι της ιλαράς αλλά και τον κίνδυνο μετάδοσης στους ασθενείς με αποτέλεσμα διασπορά του νοσήματος και πρόκληση συρροών.
Γι αυτό και ζητά να υπάρχει:
Πρόληψη και έλεγχος μετάδοσης ιλαράς σε ΧΠΦΥ και μέτρων προφύλαξης για τους επαγγελματίες υγείας
Δήλωση περιστατικών ιλαράς στον ΕΟΔΥ
Λήψεως και αποστολής δειγμάτων για επιβεβαίωση κρουσμάτων ιλαράς
Επιπλέον, κρίνεται αναγκαία η «αποτύπωση της κατάστασης ανοσίας έναντι της ιλαράς όλων των εργαζομένων στα νοσοκομεία και κέντρα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας της χώρας, ώστε να ενισχυθεί η προστασία των επίνοσων εργαζομένων με εμβολιασμό και να προληφθεί η περαιτέρω μετάδοση του νοσήματος».
Την ευθύνη για το δελτίο καταγραφής για την αξιολόγηση της κατάστασης ανοσίας έναντι της ιλαράς όλων των εργαζομένων σε ΧΠΦΥ θα πρέπει να συμπληρωθεί με ευθύνη των Διοικήσεων και των Επιτροπών Νοσοκομειακών Λοιμώξεων (ΕΝΛ) και την αρωγή των διευθύνσεων κλινικών και τμημάτων καθώς και των ιατρών εργασίας, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε υγειονομικής μονάδας.