Το πολιτικό σκηνικό, πανθομολογουμένως, κλυδωνίστηκε εκ βάθρων μετά την ηγετική εμφάνιση του πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, με τις στοχευμένες εξαγγελίες προς ανακούφιση των μικρομεσαίων στρωμάτων, προξενώντας πολιτική «παλίρροια», εν τη κυριολεξία, συλλήβδην προς την αντιπολίτευση, ιδίως με την αποτύπωση των θετικών αποτελεσμάτων στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, οι οποίες, ουχί μόνον αποδεικνύουν την ανεπιφύλακτη εξακολούθηση εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού προς την κυβέρνηση, αλλά συν τοις άλλοις και την επικύρωση και καθολική αποδοχή της σταθεράς στάσεώς της προς τη διαρκή της εξέλιξη διά μέσου της διενεργουμένης αυτοκριτικής της.
Είναι πρόδηλον ότι, παρά τα εξίμισι έτη διακυβερνήσεως, η κυβέρνησις παραμένει με το όπλο παρά πόδα και τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, εμβαθύνοντας σε μία ολική αυτοκριτική αξιοποιώντας τοσούτον την ένδον παραταξική άποψη, όσο και τη θύραθεν κριτική της κοινωνίας, επί τω τέλει, να καταστεί έτι περαιτέρω φερέγγυα προς τη σαφή εντολή του ελληνικού λαού.
Εξ αυτού του λόγου, επιδιώκει, παντί προσφόρω τρόπω, να εξυγιάνει το βαθύ κράτος, αποβλέποντας καθ’ οιονδήποτε σαφή και βιώσιμο τρόπο τη θεραπεία χρόνιων σοβουσών νοοτροπιών του βαθέος κράτους, το οποίο διαβρώνει εισέτι και την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο στόχος είναι να διαρρηχθεί άνευ περαιτέρω χρονοτριβής και λίαν αποφασιστικά ο γόρδιος δεσμός της διαπλοκής του ευρύτερου δημοσίου τομέα με την εκτελεστική εξουσία, αποσοβώντας σηψαιμικά φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής, σχετιζόμενα με τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, ή την έκνομη υφαρπαγή των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η υπόσχεσις του πρωθυπουργού διά μία μείζονα επανεκκίνηση συνιστά ανυπερθέτως ένα σαφές κοινωνικό συμβόλαιο, μία ενώπιον ενωπίω δέσμευση διά επιδείξεως εφεξής μηδενικής ανοχής σε τέτοιου είδους φαινόμενα τα οποία πλήττουν τη δημοκρατία, υποσκάπτουν τα θεμέλια της εμπιστοσύνης και της πολιτικής σχέσεως εντολής-εντολοδόχου με τον λαό, ενοφθαλμίζοντας δηλητηριωδώς το κράτος και άγοντάς το νομοτελειακά σε ανίατα φαινόμενα πολυοργανικής ανεπάρκειας.
Τα αντανακλαστικά της κυβερνήσεως αποδεικνύονται τεταμένα, προς πολλαπλά και ετερόκλητα επίπεδα, αλλά ιδίως προς τα ποταπά τοιαύτα φαινόμενα τα οποία, λόγω χρόνιας ανοχής τους, ενίοτε τείνουν να υπερφαλαγγίσουν το έργο της παρούσης κυβερνήσεως, αμαυρώνοντας επονείδιστα την εικόνα της.
Εν τούτοις, όμως, η κυβέρνηση παραμένει κραταιά και αλώβητη, ακριβώς επειδή διατηρεί ζωηρά και αληθή τη σχέση της με τον ελληνικό λαό λόγω εξωστρέφειας, αλλά και σταθεράς βουλήσεώς της, να αφουγκράζεται τα καθημερινά και ζέοντα προβλήματα του Ελληνος πολίτη επί καθημερινής βάσεως, επί τω τέλει, να αποκαταστήσει τη δυσαρέσκεια των πολιτών, διά μέσω των ενεργειών της, προς την κατεύθυνση της καθάρσεως και όχι της αδρανείας και της ολιγωρίας.
Ακριβώς αυτή η δομική αντίδραση της κυβερνήσεως προξενεί την άναρθρη αντίδραση της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος επιδίδεται σε μία ακατάσχετη παροχολογία και σε εμπρηστικές δηλώσεις υπέρ των ανυπόστατων επίγειων σοσιαλιστικών παραδόσεων, ευαγγελιζόμενος την αναβίωση του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ, αγκιστρωμένος εις τη νομή της εξουσίας, εξ ου και προέβη σε άναρθρες συνθηματολογικής υφής ουτοπικές δημοσιονομικές δεσμεύσεις.
Εκ παραλλήλου, αμίλλεται με την Αριστερά ως προς τη ρητορική σχετικώς με τον μαινόμενο πόλεμο του Ισραήλ με την Παλαιστίνη, λαμβάνοντας ακραίες θέσεις, προδήλως αντιβαίνουσες με τις παραδοσιακές συμμαχίες, μετά των οποίων ταυτίζεται γεωπολιτικά η χώρα μας, ιδίως μετά το 1945 και εντεύθεν.
Περαιτέρω, ενώ διαδραματίζονται αυτά με το ασθμαίνον ΠΑΣΟΚ, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει, ή τουλάχιστον διατείνεται, την πανηγυρική του επάνοδο εις την πολιτική σκηνή του τόπου, γεγονός το οποίο, όμως, πέραν από επικοινωνιακή πομφόλυγα, εξ αντικειμένου ουδέν δύναται να εισφέρει εις τον τόπο, ένεκεν και συνεπεία της νωπής μνήμης των ειδεχθών συνεπειών της διακυβερνήσεώς του εις την κοινωνία και ευρύτερα εις τη χώρα, τούτο δε αποτυπώνεται ευγλώττως και αναμφιβόλως εις την άγαν κατακερματισμένη εικόνα του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς διάθεση όμως ουσιαστικής συγκλίσεως.
Ως εκ τούτου, η αιφνίδια αμηχανία της αντιπολιτεύσεως αποδείχθηκε συνελόντι ειπείν και διά της ψηφίσεως νόμου περί της κυρώσεως Κοινοτικής Οδηγίας –(ΕΕ 2024/1226), καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων των φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως– εις την εσωτερική έννομη τάξη αλλά και λοιπών διορθωτικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπου (η αντιπολίτευση) επιχείρησε αναιτιολόγητα να αναγάγει ένα νομοτεχνικώς άρτιο σχέδιο νόμου προς άπασες τις πτυχές του, αρμοδιότητας του υπουργείου Δικαιοσύνης, εισέτι και μετά τις ελάχιστες επελθούσες μεταβολές επί τω βελτίω σε επίπεδο διατυπώσεων, εις μείζον πολιτικό ζήτημα, με άστοχες ενστάσεις αντισυνταγματικότητας και απόπειρας αμιγώς επικοινωνιακής παρελκυστικής εκμεταλλεύσεως.
Εν τούτοις, όμως, επί τη πράξη προσέκρουσε στη σφοδρή αντίδραση του υπουργού Δικαιοσύνης, Γιώργου Φλωρίδη, ο οποίος απήντησε με απόλυτη επιστημονική αρτιότητα, με ειδική και εμπεριστατωμένη νομική αιτιολογία ως έδει, και εν ταυτώ, ευθυβολία, διασκεδάζοντας τις αιτιάσεις και αποκρούοντας τελεσφόρως τη συντεταγμένη, πλην όμως ανούσια, επί της ουσίας του εν θέματι νομοσχεδίου, επίθεση.
*Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω και ΣτΕ Ανεξάρτητος βουλευτής