Κατατέθηκε στη Βουλή το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης«Ρυθμίσεις περί της υποβολής των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες») και οικονομικών συμφερόντων».
Με το προτεινόμενο Νομοσχέδιο η όλη διαδικασία υποβολής και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης αντικαθίσταται από ένα σαφές και κατανοητό νομοθέτημα, που απλοποιεί την υποβολή για όλους τους υπόχρεους και αποσαφηνίζει το πλαίσιο ελέγχου για τους ελεγκτές.
Επιπροσθέτως, ενισχύεται η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος περισσότερων δηλώσεων, εξαλείφοντας, παράλληλα, τα σημερινά φαινόμενα πολυδιάσπασης οδηγιών και κατευθύνσεων από τους ελεγκτές που οδηγούν σε διαφορετική αντιμετώπιση υπόχρεων από τους ελεγκτές επί παρόμοιων υποθέσεων. Επιπλέον, οριοθετείται η εποπτεία και ο συντονισμός της διαδικασίας από ένα μόνο όργανο (δηλαδή, ένα όργανο πλέον θα δίνει σαφείς οδηγίες και κατευθύνσεις στους ελεγκτές).
Τέλος, μέσω της θέσπισης ετήσιου ελεγκτικού στόχου για τις ελεγχόμενες δηλώσεις αυξάνεται σημαντικά, τόσο ο αριθμός όσο και η ποιότητα των ελεγκτικών αποτελεσμάτων, δεδομένου ότι τίθενται κατ’ έτος σαφή και ορθολογικά κριτήρια για τη διενέργεια των ελέγχων.
Ειδικότερα, με το Σχέδιο Νόμου «Ρυθμίσεις περί της υποβολής των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης («πόθεν έσχες») και οικονομικών συμφερόντων»:
«Τακτοποιείται» νομοθετικά το υφιστάμενο άτακτο, αποσπασματικό και εν τέλει δυσνόητο νομοθετικό πλαίσιο, εντάσσοντας τις σημερινές 49 περιπτώσεις υπόχρεων σε μόλις 13 εύληπτες κατηγορίες.
Παύει η αναχρονιστική και περιττή ταλαιπωρία των υπόχρεων να συλλέγουν οι ίδιοι τα στοιχεία της δήλωσης που είναι ευχερώς διαθέσιμα στο ελεγκτικό όργανο (βλ. ανάγκη λήψης βεβαιώσεων από κάθε τράπεζα για το υπόλοιπο των λογαριασμών κ.λπ.), δεδομένου ότι πλέον όλα τα αναγκαία στοιχεία της δήλωσης θα αποτυπώνονται αυτόματα στη δήλωση, μέσω των οικείων ηλεκτρονικών συστημάτων, με αποτέλεσμα ο υπόχρεος να αρκεί απλώς να συναινέσει για την υποβολή της.
Τίθενται ετησίως σαφείς και μετρήσιμοι ελεγκτικοί στόχοι, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η αύξηση του αριθμού των κατ’ έτος ελεγχομένων δηλώσεων, μέσω της εισαγωγής κριτηρίων που θέτει η Επιτροπή Ελέγχου και του ορισμού ελάχιστου ποσοστού (minimum πλαφόν) ελεγχομένων υποθέσεων.
Αποφεύγεται η πολυδιάσπαση του ελεγκτικού έργου που υφίσταται σήμερα με τέσσερα ελεγκτικά όργανα, μέσω της αποκλειστικής αρμοδιότητας πλέον ενός μόνο οργάνου (της σημερινής Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003) να κατανέμει το ελεγκτικό έργο μεταξύ των ειδικών οργάνων και να ορίζει τον συντονιστή για την επίτευξη του ετήσιου ελεγκτικού στόχου.