Με μια συγκλονιστική μαρτυρία, εκπαιδευτικός που υπηρέτησε στα Βορίζια αποκαλύπτει το κλίμα φόβου, έντασης και απειλών που βίωνε καθημερινά στο χωριό, το οποίο -όπως λέει- «κανείς δεν ήθελε να πλησιάσει». Περιγράφει μια κοινότητα με δικούς της άτυπους κανόνες, όπου η βία ήταν καθημερινότητα.
Οι περισσότεροι δάσκαλοι πήγαιναν στο χωριό αποκλειστικά για τα μόρια, γνωρίζοντας ότι θα δουλέψουν σε συνθήκες που «τους έσφιγγαν το στομάχι», τη στιγμή που ακόμη και οδηγοί λεωφορείων δίσταζαν να μπουν στο χωριό για να παραλάβουν μαθητές.
Ο πρώην διευθυντής, που μίλησε στον ΑΝΤ1 διατηρώντας την ανωνυμία του, περιγράφει ότι δεχόταν απειλές για τη ζωή του επειδή προσπαθούσε να προσφέρει στα παιδιά ένα διαφορετικό μονοπάτι, μακριά από τον κύκλο της βίας που —όπως αποκαλύπτει— ξεκινούσε από τις ίδιες τις οικογένειες.
«Οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων ήταν διαρκώς τεταμένες, οι συγκρούσεις πολλές και συχνά κατέληγαν σε βίαιες λύσεις. Αυτά τα πρότυπα περνούσαν στα παιδιά, τα οποία επέστρεφαν στο σχολείο φορτισμένα, έχοντας υιοθετήσει συμπεριφορές εντελώς ακραίες», λέει ο εκπαιδευτικός, περιγράφοντας ένα περιβάλλον όπου ακόμη και μια σχολική εκδρομή μετατρεπόταν σε αγωνιώδη διαδικασία: «Οδηγός τουριστικού λεωφορείου αρνήθηκε να μπει στο χωριό επειδή φοβόταν. Αυτό τα λέει όλα».
Οι εκπαιδευτικοί που διορίζονταν στα Βορίζια παρέμεναν συνήθως μόνο για έναν χρόνο και έπειτα έφευγαν, εξαντλημένοι από το καθημερινό άγχος και την έλλειψη θεσμικής στήριξης. «Νιώθαμε εκτεθειμένοι. Υπήρχαν στιγμές που οι απειλές ήταν τόσο έντονες, που φοβόμασταν ακόμη και για την προσωπική μας ασφάλεια», αναφέρει.
Ο ίδιος αποκαλύπτει ότι επανειλημμένα σημειώνονταν βανδαλισμοί στο σχολείο και στα αυτοκίνητα των δασκάλων, ενώ οι καβγάδες μεταξύ μαθητών ήταν συχνό φαινόμενο. «Πολλά παιδιά μεγάλωναν μέσα σε ένα κλίμα που αναγνώριζε μόνο την ισχύ και την αντιπαράθεση. Δεν έφταιγαν τα ίδια, απλώς αναπαρήγαν τις συνθήκες του σπιτιού τους», επισημαίνει.
«Η βία ξεκινούσε από τις οικογένειες. Κυρίως από τις μητέρες, που πίστευαν ότι το παιδί πρέπει να “απαντάει με τη βία” για να επιβληθεί — ακόμη κι αν ο “αντίπαλος” ήταν ο δάσκαλος», αποκαλύπτει. Όπως λέει, προσπαθούσαν επανειλημμένα να ενημερώσουν τους γονείς, χτυπώντας οι ίδιοι την πόρτα τους όταν εκείνοι δεν εμφανίζονταν στο σχολείο. «Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν μάταιο. Δεν υπήρχε διάθεση συνεργασίας».
Παρότι υπήρχαν μαθητές με ξεχωριστές δυνατότητες που αναζητούσαν διαφορετικές προοπτικές, ακόμη κι εκείνα τα παιδιά συχνά έμεναν σιωπηλά από φόβο. «Ήξεραν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεχωρίσουν ή να αντισταθούν στις βίαιες συμπεριφορές θα είχε συνέπειες», σημειώνει.
Ο πρώην διευθυντής προσπάθησε να ανοίξει μικρά «παράθυρα» στον έξω κόσμο, προτείνοντας οι μαθητές να επισκέπτονται σχολεία άλλων οικισμών ώστε να έρθουν σε επαφή με πιο υγιή περιβάλλοντα. «Τότε άρχισαν οι πιο έντονες απειλές. Δεν το έκρυψα ποτέ: φοβήθηκα για τη σωματική μου ακεραιότητα».
Η φυγή του από το χωριό έγινε σχεδόν κρυφά, μέσα στη νύχτα. «Παρέδωσα τα κλειδιά και τις σφραγίδες πριν ξημερώσει και έφυγα πικραμένος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή», λέει ο ίδιος.