Με αιχμηρή ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, ο Μάκης Βορίδης απάντησε στις κατηγορίες που του αποδίδονται από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά, με φόντο την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ και τις προτάσεις για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.

Ο κ. Βορίδης απορρίπτει ως αβάσιμες τις αιτιάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, κάνοντας λόγο για μυθιστορηματικού χαρακτήρα κατηγορίες.

Στην αρχή της δήλωσής του, σημειώνει: 

«Δύο από τις πράξεις που μου αποδίδονται φέρονται να έχουν τελεστεί το 2021 – δηλαδή σε χρονική περίοδο κατά την οποία δεν ήμουν Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Συνεπώς, κάθε περαιτέρω σχολιασμός περιττεύει. Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμαι συνεργός σε απιστία για πράξεις που φέρονται να έγιναν από άλλους, όταν δεν κατείχα καν την υπουργική ιδιότητα;».

Ο πρώην υπουργός αναφέρεται και στην κατανομή των βοσκοτόπων, για την οποία κατηγορείται ότι συναίνεσε: 

«Μου αποδίδεται συνέργεια σε απιστία διότι υπέγραψα, συμφωνώντας με την εισήγηση της τότε διοίκησης του ΟΠΕΚΕΠΕ –που είχε διοριστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ– την κατανομή των βοσκοτόπων βάσει Υπουργικής Απόφασης του ΣΥΡΙΖΑ. Και σήμερα, κατηγορούμαι από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ!. Η κατανομή έγινε βάσει κανονιστικής απόφασης, πλήρως νόμιμης. Πώς μπορεί να τελεί κάποιος σε συνέργεια απιστίας επειδή εφάρμοσε μια νόμιμη κανονιστική πράξη;».

Ο Μάκης Βορίδης θεωρεί αδιανόητο να του προσάπτεται ευθύνη επειδή ζήτησε την παραίτηση του τότε προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, Δημήτρη Βάρρα

«Αν πλέον θεωρείται κακούργημα το να ζητάς την παραίτηση ενός υφισταμένου σου, τότε η κατηγορία αυτή χρειάζεται αρκετή μυθιστορηματική φαντασία για να εξηγηθεί».

Ο Μάκης Βορίδης περιγράφει συνοπτικά τα «στοιχεία» των «κατηγοριών» που του αποδίδονται: 

«Εν κατακλείδι, το "έγκλημά" μου είναι ότι συμφώνησα με την υπηρεσιακή εισήγηση του ΟΠΕΚΕΠΕ για την εφαρμογή μιας Υπουργικής Απόφασης, της τεχνικής λύσης, και ότι ζήτησα την παραίτηση του προέδρου του οργανισμού. Αυτά είναι τα "αδικήματα" που μου αποδίδονται».

Κλείνοντας, αφήνει αιχμές για πολιτική σκοπιμότητα πίσω από τις κινήσεις της αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας ότι οι κατηγορίες: 

«Δικαιώνουν πλήρως τη θέση της Νέας Δημοκρατίας περί παντελούς ανυπαρξίας ποινικών ευθυνών».