Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Τσιάρας, μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM» για την έγκριση του προϋπολογισμού για το 2020, τονίζοντας πως «για πρώτη φορά υπάρχει ένας σοβαρός και αισιόδοξος προϋπολογισμός από τότε που μπήκαμε στην οικονομική κρίση».
«Αυτός ο προϋπολογισμός με βάση και τις χθεσινές εξαγγελίες περί σταδιακής μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης, έτι περαιτέρω μείωσης του ΕΝΦΙΑ, κατευθείαν δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική συνθήκη στην οικονομική πραγματικότητα του μέσου Έλληνα πολίτη», τόνισε, κάνοντας λόγο για «μια εντελώς διαφορετική αντίληψη, την οποία θέλω να πιστεύω ότι επικροτούν εμφατικά όλοι οι Έλληνες πολίτες».
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ που χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό «κορωνίδα μίας σειράς από απάτες της κυβέρνησης», είπε: «Όταν μιλάει για απάτη ο κ. Τσίπρας πολύ εύκολα στο μυαλό του μέσου Έλληνα πολίτη έρχονται όλα αυτά τα οποία ο ίδιος είχε υποσχεθεί στους Έλληνες πολίτες και βεβαίως σε απόλυτη αντίθεση με όλα αυτά τα οποία έκανε ως πρωθυπουργός τα προηγούμενα τεσσερισήμισι χρόνια».
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση μεταξύ των κομμάτων στην Ελλάδα για τα ελληνοτουρκικά, τη χαρακτήρισε «εξέλιξη ωριμότητας του πολιτικού μας συστήματος», καθώς «σε ζητήματα στα οποία δεν χωράει η μικροκομματική αντιπαράθεση θα πρέπει να υπάρχει μια ομοψυχία και μια κοινή στάση απέναντι σε ζητήματα που αφενός μεν καθορίζουν την εξωτερική μας και την αμυντική μας πολιτική αλλά βεβαίως και σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αφορούν και σε συγκεκριμένες εξελίξεις στον κοινωνικό χώρο».
«Και μόνο το γεγονός ότι υπήρχε μια γενικότερη -ας μου επιτραπεί ο όρος- ταύτιση στα εθνικά μας ζητήματα, δείχνει ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει κάνει τα απαραίτητα βήματα της δικής του ωριμότητας και αυτό προφανώς το επικροτώ. Χαίρομαι, είναι μια πολύ θετική εξέλιξη και νομίζω ότι θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή μιας γενικότερης συνεννόησης σε βασικά ζητήματα, τα οποία αφορούν στην κοινωνία μας και στην πατρίδα μας», επισήμανε.
Ερωτηθείς αν κρίνει αναγκαία την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών της Ελλάδας, απάντησε: «Προφανώς η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία αφενός μεν θέλει την ειρηνική συνύπαρξη και βεβαίως την καλύτερη δυνατή συνεννόηση με όλες τις γειτονικές χώρες. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι μια χώρα που με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο πρέπει να οργανώσει και τη δική της εθνική άμυνα, αλλά πολύ περισσότερο να είναι σε θέση οποιαδήποτε ώρα και στιγμή να προασπιστεί, να υπερασπιστεί τα εθνικά μας συμφέροντα και βεβαίως την εθνική μας ακεραιότητα».
«Για τα ζητήματα που αφορούν στους εξοπλισμούς του ελληνικού στρατού, σε ζητήματα τα οποία αφορούν σε μια γενικότερη οργάνωση της εθνικής μας άμυνας, νομίζω ότι η συζήτηση έπρεπε να είναι σε ένα άλλο επίπεδο και όχι σε ένα επίπεδο μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Χαίρομαι γιατί η χθεσινή μέρα -χωρίς να θέλω να κρίνω την στάση κάποιου συγκεκριμένου κόμματος- έδειξε ότι έχουμε κάνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση και εύχομαι στο μέλλον τέτοιου είδους γενικότερα πρακτικές από τα πολιτικά κόμματα να είναι η βασική αντίληψη με την οποία θα αντιμετωπίζονται όλα αυτά τα ζητήματα», εξήγησε.
«Πιστεύω», συνέχισε, «ότι πρέπει να σταθούμε σε έναν λογικό μέσο όρο, προφανώς χρειάζεται έναν εκσυγχρονισμό στο κομμάτι ουσιαστικά των δυνατοτήτων που υπάρχουν από την πλευρά της εθνικής μας άμυνας, προφανώς πρέπει να κάνουμε μια αναβάθμιση και των υπαρχόντων ενδεχομένως αν μιλάμε για αεροσκάφη – αεροσκαφών ή οπλικών συστημάτων, αλλά και από την άλλη πλευρά να δούμε τι καινούριο υπάρχει ούτως ώστε να είναι θωρακισμένη η χώρα μας, βεβαίως όλα αυτά όχι με μια λογική υστερίας, με μια λογική η οποία υπαγορεύεται από την σοβαρή και πολύ συγκεκριμένη στάση και το πολύ συγκεκριμένο επίπεδο στο οποίο πρέπει να στέκεται γενικά και ο ελληνικός στρατός και η αμυντική πολιτική της Ελλάδας, είναι μια πολύ δύσκολη εποχή καλώς ή κακώς και ενδεχομένως η Ιστορία θα το κρίνει, από το ’74 και μετά ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ πήγαινε στις αμυντικές δαπάνες και αυτό ενδεχομένως ήταν ένα ζήτημα το οποίο στοίχισε στη γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας».
Σε ό,τι αφορά, εξάλλου, την πολιτική του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών, επισήμανε: «Η ΝΔ προεκλογικά είχε δώσει ένα πολύ συγκεκριμένο στίγμα κι είχε στείλει ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα , ότι για εμάς μείζων προτεραιότητα στη δική μας πολιτική ατζέντα είναι η αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας του μέσου Έλληνα πολίτη. Λίγο ή πολύ όλοι μας ξέραμε και γνωρίζαμε τι είχε προηγηθεί το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Το κέντρο της Αθήνας έχει αλλάξει όψη. Οι πολίτες, οι οποίοι ζούνε στο κέντρο της Αθήνας -βεβαίως το πρόβλημα υπάρχει και στη Θεσσαλονίκη αλλά είναι μικρότερο- νομίζω ότι είχαν δώσει κι είχαν στείλει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους μηνύματα τα οποία δείχνανε ότι κινούνται σε μία λογική πραγματικής απελπισίας, με την ανασφάλεια να έχει φτάσει κυριολεκτικά στο ζενίθ, αλλά πολύ περισσότερο με φαινόμενα τα οποία προσέβαλαν και την αξιοπρέπεια αλλά πολύ περισσότερο και την οντότητα ενός πολίτη μιας ευρωπαϊκής χώρας στον 21ο αιώνα».
Σχετικά με τις καταγγελίες από την αξιωματική αντιπολίτευση περί αστυνομικής βίας, σχολίασε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά έρχεται και καταγγέλλει γεγονότα ή συμπεριφορές, οι οποίες σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό απαντούν σε μια γενικότερη ευρωπαϊκή αντίληψη σύγχρονης πολιτείας. Σε όλη αυτή την υπόθεση τελικά ο πραγματικός κριτής είναι οι Έλληνες πολίτες και δε γίνεται όλα αυτά τα φαινόμενα, τα οποία σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό δημιουργούν ανασφάλεια, προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του μέσου Έλληνα πολίτη, αφήνονται ουσιαστικά στο έλεος του Θεού περιουσίες ανθρώπων που καταστρέφονται, ή ακόμη και πόροι του Ελληνικού δημοσίου που καταστρέφονται με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Δεν γίνεται όλη την πραγματικότητα αυτή να την αφήνει κανείς χωρίς να παρεμβαίνει και χωρίς να βάζει τάξη και κανόνες σε ένα τοπίο, το οποίο, δυστυχώς, κατέληξε σε αυτή την καταγραφή μέσα από μία συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη που εκφράστηκε τόσο από τον κ. Τσίπρα, όσο και από τους συντρόφους του την προηγούμενη πολιτική περίοδο».
Σε ό,τι αφορά την έγκριση από την ομάδα χωρών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) και την ομάδας εργασίας κατά της Δωροδοκίας του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΟΣΑ) του νέου Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μετά τις τροποποιήσεις που έγιναν από την κυβέρνηση της ΝΔ, επισήμανε: «Μας δίνει την ευκαιρία ουσιαστικά να δείξουμε προς όλη την ελληνική κοινωνία ότι οι απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές που έπρεπε να γίνουν, μετά την υπερψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές στις αρχές Ιουνίου, δημιουργήθηκαν ως πραγματική ανάγκη προκειμένου να αποκατασταθεί η εικόνα της χώρας μας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στις παρατηρήσεις που είχαμε, υπήρξε μια εμφανής αναφορά στο γεγονός ότι όταν η προηγούμενη κυβέρνηση κατέστησε πλημμέλημα την ενεργητική δωροδοκία δημιούργησε μια συνέπεια που θα την πληρώνει το σύστημα της Δικαιοσύνης και η ελληνική πραγματικότητα για πολλά χρόνια και στο μέλλον […]. Θέλω να εκφράσω την πολύ μεγάλη μου ικανοποίηση. διότι για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια η Ελλάδα ξαναδημιουργεί συνθήκες μιας σοβαρής ευνομούμενης χώρας, η οποία μπορεί να στέκεται ισότιμα απέναντι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, μπορεί να δημιουργεί με όρους σοβαρότητας και ευθύνες το πραγματικό κράτος δικαίου».