Στα πρόθυρα ενός σοβαρού εμπορικού πολέμου βρίσκονται Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον κίνδυνο μιας γενικευμένης σύγκρουσης να αυξάνεται δραματικά μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή δασμών ύψους 30% από την 1η Αυγούστου 2025.
Ο Επίτροπος Εμπορίου της Ε.Ε., Μάρος Σέφτσοβιτς, χαρακτήρισε τα συγκεκριμένα μέτρα ουσιαστικά ως «απαγόρευση του διατλαντικού εμπορίου», αναγνωρίζοντας ότι σε μια τέτοια αναμέτρηση δεν θα υπάρξει νικητής – μόνο χαμένοι.
Το βάρος, φυσικά, θα πέσει στον τελικό καταναλωτή και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι πρώτες αντιδράσεις από τις Βρυξέλλες ήδη αποτυπώνονται σε μια εκτενή λίστα αντιμέτρων, συνολικής αξίας 72 δισ. ευρώ, η οποία αφορά αμερικανικά προϊόντα όπως ουίσκι, εξαρτήματα αεροσκαφών, γεωργικά και βιομηχανικά είδη. Ήδη υπάρχει και ένα «πακέτο» δασμών ύψους 21 δισ. ευρώ, το οποίο είχε προγραμματιστεί να ενεργοποιηθεί άμεσα ως απάντηση στις προηγούμενες μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ για τον χάλυβα, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να καθυστερήσει προσωρινά την εφαρμογή των μέτρων, επιδιώκοντας διπλωματική εκτόνωση ενόψει της κρίσιμης ημερομηνίας της 31ης Ιουλίου, οπότε αναμένονται καθοριστικές δικαστικές αποφάσεις στις ΗΠΑ για τους δασμούς IEEPA.
Οικονομικός αντίκτυπος εκατέρωθεν του Ατλαντικού
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, ένα γενικευμένο καθεστώς δασμών 30% θα μπορούσε να αυξήσει δραματικά το κόστος για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, ξεπερνώντας ετησίως τα 150 δισ. ευρώ. Πλήττονται ιδιαίτερα οι τομείς των φαρμάκων, των μηχανημάτων, των αγροτικών και των οινικών προϊόντων, με την επιβάρυνση να μετακυλίεται αναπόφευκτα στους καταναλωτές.
Σενάρια που υπολογίζουν πτώση της ζήτησης κατά 15-25% κάνουν λόγο για μείωση πωλήσεων της τάξης των 100 έως 130 δισ. ευρώ, γεγονός που ενδέχεται να συμπαρασύρει την ευρωπαϊκή οικονομία σε απώλεια εισοδήματος, μείωση απασχόλησης και συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης. Παράλληλα, και οι ΗΠΑ θα δεχτούν εξαγωγικά πλήγματα από τα ευρωπαϊκά αντίμετρα, με το εμπορικό ισοζύγιο να επιδεινώνεται και για τις δύο πλευρές.
Το ελληνικό εμπόριο στο στόχαστρο του εμπορικού πολέμου
Η Ελλάδα δεν μένει ανεπηρέαστη από τη νέα εμπορική πραγματικότητα. Με τις ελληνικές εξαγωγές στις ΗΠΑ να ανέρχονται σε 2,6 δισ. δολάρια το 2024 και τις αμερικανικές εισαγωγές να φτάνουν τα 2,4 δισ., η χώρα μας διατηρούσε μέχρι σήμερα μικρό πλεόνασμα της τάξης των 200 εκατ. δολαρίων.
Η επιβολή δασμών 30% αναμένεται να πλήξει ευθέως ελληνικά εξαγώγιμα προϊόντα όπως τρόφιμα, ποτά, φάρμακα και βιομηχανικά είδη, προκαλώντας απώλειες που ενδέχεται να ξεπεράσουν τα 500 εκατ. δολάρια. Το μέχρι πρότινος πλεόνασμα ενδέχεται να μετατραπεί σε έλλειμμα, με τις συνέπειες να είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εξαγωγικά.
Ιδιαίτερα ευάλωτος εμφανίζεται ο αγροδιατροφικός τομέας, καθώς αντιπροσωπεύει το 31% των ελληνικών εξαγωγών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προϊόντα-κλειδιά, όπως το ελαιόλαδο, οι επιτραπέζιες ελιές, η φέτα, το κρασί και η κομπόστα ροδάκινου, απειλούνται με απώλεια ανταγωνιστικότητας, αφού η αύξηση του κόστους καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διατήρηση των υφιστάμενων τιμών στα αμερικανικά ράφια.
Ακόμη κι αν οι εισαγωγείς και διανομείς επιχειρήσουν να απορροφήσουν μέρος της δασμολογικής επιβάρυνσης, το τελικό κόστος δύσκολα θα συγκρατηθεί. Η αναμενόμενη μείωση της ζήτησης θα οδηγήσει σε περιορισμό των εξαγωγών και επιπλέον πιέσεις στις ελληνικές επιχειρήσεις που ήδη κινούνται σε ένα εύθραυστο διεθνές περιβάλλον.
Η επόμενη μέρα
Η επικείμενη εμπορική αντιπαράθεση δεν αποτελεί μια συνηθισμένη διαμάχη δασμολογικής πολιτικής. Είναι ένας πολυμέτωπος πόλεμος με κοινωνικές, οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις, που απειλεί όχι μόνο τις ισορροπίες των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, αλλά και τους μικρότερους παίκτες, όπως η Ελλάδα, οι οποίοι δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν τις παρενέργειες.
Σε αυτή τη συγκυρία, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η στήριξη των εξαγωγικών επιχειρήσεων και η εντατικοποίηση της διπλωματικής πίεσης για αποκλιμάκωση της έντασης συνιστούν μονόδρομο, προκειμένου να μην βρεθεί η ελληνική οικονομία να πληρώνει ακριβά έναν πόλεμο στον οποίο δεν είχε ποτέ επιλέξει να εμπλακεί.