Το τελευταίο διάστημα, οι σχέσεις ανάμεσα στον Βλαντιμίρ Πούτιν και τονΝτόναλντ Τραμπ έχουν εισέλθει σε φάση έντονης όξυνσης. Όπως παρατηρεί η ρωσική εφημερίδα Moskovsky Komsomolets, η ένταση μεταξύ των δύο ηγετών αυξάνεται σταθερά, με την εφημερίδα να σχολιάζει ότι «μια μετωπική σύγκρουση μοιάζει πλέον αναπόφευκτη».

«Η ατμομηχανή του Πούτιν και η ατμομηχανή του Τραμπ κατευθύνονται η μία προς την άλλη, χωρίς καμία πρόθεση να επιβραδύνουν ή να κάνουν πίσω», σημειώνεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα.

Από ρωσικής πλευράς, η «ατμομηχανή» του Κρεμλίνου κινείται με αμείωτη ταχύτητα μέσα από τη συνεχιζόμενη πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία
– την αποκαλούμενη «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση». Ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έχει μέχρι σήμερα δείξει διάθεση να τερματίσει τις εχθροπραξίες ή να συζητήσει μια μακροχρόνια εκεχειρία.

Στην αντίπερα όχθη, ο Ντόναλντ Τραμπ εντείνει τις πιέσεις προς τη Μόσχα. Οι δημόσιες δηλώσεις του περιλαμβάνουν προειδοποιήσεις, αυστηρά τελεσίγραφα και απειλές για νέα πακέτα κυρώσεων, ακόμη και για αύξηση των δασμών σε χώρες που συνεργάζονται εμπορικά με τη Ρωσία, όπως η Ινδία και η Κίνα.

Πρόσφατα, ο Αμερικανός πρόεδρος αποκάλυψε ότι έχει τοποθετήσει δύο αμερικανικά υποβρύχια σε «κατάλληλη περιοχή» κοντά στη ρωσική επικράτεια – μια κίνηση που προσλαμβάνεται ως ένδειξη στρατηγικής πίεσης.


Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν αυτές οι κινήσεις σηματοδοτούν την είσοδο Ουάσινγκτον και Μόσχας σε τροχιά σύγκρουσης για την Ουκρανία ή αν, πίσω από το σκηνικό της αντιπαράθεσης, εξακολουθεί να υπάρχει περιθώριο για μια διπλωματική προσέγγιση. Σύμφωνα με το BBC, η επικείμενη επίσκεψη του ειδικού απεσταλμένου του Τραμπ, Στιβ Γουίτκοφ, στη ρωσική πρωτεύουσα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας αμερικανορωσικής συμφωνίας για τον τερματισμό του πολέμου.

Από την αισιοδοξία στη δυσπιστία

Η δεύτερη θητεία Τραμπ ξεκίνησε με θετικά σήματα στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας. Οι δύο χώρες έδειχναν πρόθυμες να επανεκκινήσουν τη διπλωματική τους σχέση. Η σύμπλευση των Πούτιν και Τραμπ φαινόταν –τουλάχιστον προσωρινά– να δημιουργεί νέα γεωπολιτικά δεδομένα.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, η αμερικανική αντιπροσωπεία στον ΟΗΕ τάχθηκε κατά ενός ευρωπαϊκού ψηφίσματος που καταδίκαζε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα, σε τηλεφωνική συνομιλία, οι δύο πρόεδροι συζήτησαν την πιθανότητα αμοιβαίων επισκέψεων, ενώ η διοίκηση Τραμπ στόχευε περισσότερο στο Κίεβο παρά στη Μόσχα, προκαλώντας τριγμούς στις σχέσεις της με παραδοσιακούς συμμάχους, όπως ο Καναδάς και η Δανία.

Η επιθετική ρητορική απέναντι στο ΝΑΤΟ και στους Ευρωπαίους ηγέτες ήταν εμφανής στις δημόσιες τοποθετήσεις της Ουάσινγκτον, με αμερικανούς αξιωματούχους να αμφισβητούν ανοιχτά τη χρησιμότητα της διατλαντικής συμμαχίας.

«Η Ρωσία έχει πια περισσότερα κοινά σημεία με την Αμερική απ’ ό,τι η Ουάσινγκτον με τις Βρυξέλλες ή το Κίεβο», δήλωνε τον Μάρτιο στην Izvestia ο πολιτικός επιστήμονας Κονσταντίν Μπλόχιν από το Κέντρο Μελετών Ασφαλείας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.

Τον Απρίλιο, η ίδια εφημερίδα χαρακτήριζε τους «Τραμπιστές» ως «επαναστάτες» και «καταστροφείς του συστήματος», σημειώνοντας με ενθουσιασμό ότι ο τραμπισμός είχε διαλύσει την ενότητα της Δύσης και την παραδοσιακή διατλαντική συναίνεση.

Ο Στιβ Γουίτκοφ, απεσταλμένος του Τραμπ, είχε ήδη αποκτήσει σημαντικό ρόλο στις αμερικανορωσικές επαφές
. Μέσα σε περίπου δύο μήνες, επισκέφθηκε τη Μόσχα τέσσερις φορές, έχοντας μακρές συνομιλίες με τον Πούτιν. Μετά από μία από αυτές τις συναντήσεις, ο Ρώσος πρόεδρος του χάρισε έναν πίνακα με το πορτρέτο του Τραμπ – μια συμβολική κίνηση που λέγεται ότι συγκίνησε ιδιαίτερα τον Αμερικανό ηγέτη.

Ωστόσο, η Ουάσινγκτον δεν επεδίωκε μόνο εντυπώσεις. Ο Τραμπ πίεζε για κάτι απτό: την υπογραφή από πλευράς Πούτιν μιας συνολικής, άνευ όρων εκεχειρίας στην Ουκρανία.

Η εντεινόμενη δυσφορία του Λευκού Οίκου

Παρά την εμφανή διπλωματική κινητικότητα, ο Πούτιν δεν φάνηκε διατεθειμένος να παραιτηθεί από τη στρατιωτική του στρατηγική. Βλέποντας τον εαυτό του σε πλεονεκτική θέση στο μέτωπο, παρέμεινε διστακτικός απέναντι στις πιέσεις για ειρήνη, παρότι δημόσια δήλωνε ότι αναζητά διπλωματική λύση.

Η στάση αυτή έχει προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στον Ντόναλντ Τραμπ. Το τελευταίο διάστημα, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει καταδικάσει τους ρωσικούς βομβαρδισμούς σε ουκρανικές πόλεις με σκληρή γλώσσα, κάνοντάς λόγο για «αποτρόπαιες» και «επαίσχυντες» ενέργειες. Παράλληλα, χαρακτήρισε τις δηλώσεις Πούτιν για την Ουκρανία ως «πλήρεις ανοησίες».

Τον περασμένο μήνα, έθεσε στον Ρώσο πρόεδρο τελεσίγραφο 50 ημερών για τον τερματισμό της σύρραξης, απειλώντας με νέα μέτρα. Όταν δεν υπήρξε ανταπόκριση, περιόρισε την προθεσμία σε μόλις δέκα ημέρες. Η διορία εκπνέει στο τέλος αυτής της εβδομάδας, χωρίς να διαφαίνεται καμία αλλαγή στη στάση του Κρεμλίνου.

Παραμένει ασαφές κατά πόσον ο Πούτιν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις πιέσεις του Λευκού Οίκου
. «Επειδή ο Τραμπ έχει ήδη αλλάξει πολλές φορές τις προθεσμίες και τις τακτικές του, αμφιβάλλω αν ο Πούτιν τον αντιμετωπίζει με σοβαρότητα», σχολίασε η Νίνα Χρουστσόφβα, καθηγήτρια διεθνών σχέσεων στο The New School της Νέας Υόρκης.

Κατά την ίδια, ο Πούτιν θα συνεχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις όσο η Ουκρανία δεν συναινεί στους όρους του. «Στο μυαλό του πιστεύει ότι εκπληρώνει τα όνειρα των τσάρων και των σοβιετικών ηγετών, όπως του Στάλιν, δείχνοντας ότι η Ρωσία δεν δέχεται προσβολές από τη Δύση», προσθέτει.

Το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας παραμένει ζωντανό

Παρά τη σκληρή ρητορική, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες για συμφωνία. Αυτοπροβαλλόμενος ως εξαιρετικός διαπραγματευτής, συνεχίζει να επιδιώκει μια διέξοδο μέσω της διπλωματίας.

Ο Στιβ Γουίτκοφ ετοιμάζεται για νέα αποστολή στη Μόσχα, με ορισμένους Ρώσους αναλυτές να εκτιμούν ότι αυτή τη φορά θα φέρει μαζί του «καρότο» αντί για «μαστίγιο». Χαρακτηριστικό είναι ότι την Κυριακή ο Τραμπ παραδέχθηκε πως η Ρωσία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ικανότητα να παρακάμπτει τις κυρώσεις.

Την επομένη, ο Ιβάν Λοσκάρεφ, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο MGIMO, δήλωσε στην Izvestia ότι η Ουάσινγκτον ενδέχεται να προσφέρει στη Μόσχα προτάσεις συνεργασίας οι οποίες θα ενεργοποιηθούν εφόσον υπάρξει συμφωνία για την Ουκρανία.

Το ερώτημα είναι αν αυτές οι προτάσεις αρκούν για να κάμψουν την αδιαλλαξία του Πούτιν. Μέχρι στιγμής, ο Ρώσος πρόεδρος δεν έχει υποχωρήσει ούτε στα ζητήματα του εδάφους, ούτε στην απαίτησή του για ουδετερότητα της Ουκρανίας, ούτε και στην απαξίωση του ουκρανικού στρατού.

Ο Τραμπ θέλει συμφωνία. Ο Πούτιν επιδιώκει νίκη. Το αν θα καταλήξουν σε συνεννόηση ή σε ανοιχτή σύγκρουση, παραμένει αβέβαιο.