Περίμεναν ότι η εκλογή Τραμπ θα φέρει τα πάνω κάτω.

Ότι ο Μητσοτάκης θα «τελείωνε» και η Ελλάδα θα έχανε το έδαφος που με κόπο είχε κερδίσει στη διεθνή σκηνή.

Αντί γι’ αυτό, συνέβη το ακριβώς αντίθετο: η χώρα όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, αλλά αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά όσο ποτέ.

Ενώ κάποιοι στην Αθήνα συνέχιζαν τις θεωρίες περί «υποτέλειας», στην Ουάσινγκτον υπεγράφησαν συμφωνίες δισεκατομμυρίων.

Η Ελλάδα έχει γίνει ο πιο σταθερός σύμμαχος της Δύσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

Με έργα όπως το FSRU της Αλεξανδρούπολης, τις υποδομές της Ρεβυθούσας, τις έρευνες στο Ιόνιο και τις γεωτρήσεις νοτιοδυτικά της Κρήτης, η χώρα μετατρέπεται σε ενεργειακό κόμβο για ολόκληρη την Ευρώπη.

Η Ουάσινγκτον και οι αμερικανικοί κολοσσοί δεν ήρθαν για «φωτογραφίες». Ήρθαν με κεφάλαια, πλάνο και στρατηγική -κάτι που καταλαβαίνουν όλοι, εκτός από εκείνους που δεν θέλουν να το δουν.

Κι ενώ το διεθνές περιβάλλον αλλάζει, η ελληνική αντιπολίτευση μένει κολλημένη σε άλλη εποχή.

Βλέπει «παραχώρηση κυριαρχίας» εκεί όπου υπάρχει προβολή ισχύος.

Μιλά για «ξεπούλημα» την ώρα που η Ελλάδα αποκτά πρόσβαση σε ενεργειακά και γεωπολιτικά κέντρα αποφάσεων.

Κάθε συμφωνία με την Αμερική ή το Ισραήλ παρουσιάζεται ως «επικίνδυνη», λες και το 2025 ζούμε ακόμα στη λογική του “ούτε ΝΑΤΟ ούτε ΕΟΚ”.

Η αλήθεια είναι απλή: η χώρα κερδίζει γιατί έπαψε να φοβάται να παίξει στο μεγάλο ταμπλό.

Κι αυτό ενοχλεί. Ενοχλεί όσους έχουν μάθει να επιβιώνουν μόνο μέσα από τη γκρίνια, τα συνθήματα και την καταστροφολογία.

Η κυβέρνηση δεν υπόσχεται θαύματα -παραδίδει αποτελέσματα, συμμαχίες και ρόλο που αναγνωρίζεται διεθνώς.

Κι όσο η αντιπολίτευση ψάχνει «σκάνδαλα», η Ελλάδα στήνει αγωγούς, υποδομές και συμμαχίες.

Γιατί τελικά, στο νέο παιχνίδι ισχύος, η χώρα δεν είναι κομπάρσος -είναι παίκτης-κλειδί.