Το 1911 στέγνωσαν τα δάκρυα των δημοσίων υπαλλήλων στην πλατεία Κλαυθμώνος. Η μονιμότητα των θέσεών τους κατοχυρώνεται συνταγματικά και από εκείνο το σημείο και μετά, οι πολιτικοί προϊστάμενοι… κοτζαμπάσηδες δεν μπορούσαν να απολύσουν αυτούς που δεν ανήκαν στο κόμμα.

Αντίθετα, μπορούσαν να προσλάβουν μαζικά και με προτεραιότητα από την εκλογική τους περιφέρεια. Στο σύνταγμα του 1975 ορίζεται ρητά ότι ο υπάλληλος μπορεί να απολυθεί μόνο αν υπάρξει κατάργηση της οργανικής του θέσης.

Εκατόν δεκατέσσερα χρόνια από τότε και Ελλάδα, Πορτογαλία και Γερμανία (για ορισμένους υπαλλήλους) εξακολουθούν να έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένη τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Στις υπόλοιπες χώρες προβλέπονται νομοθετικές δικλίδες προστασίας των υπαλλήλων, αλλά είναι σε ισχύ πιο ευέλικτο σύστημα, με αξιολογήσεις και απολύσεις.

Η εφαρμογή της μονιμότητας επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους ανεξαρτήτως κλάδου και ειδικότητας είτε θεσμικά κατοχυρωμένη είτε μέσω μεθοδεύσεων στις οποίες συμμετείχαν αιρετοί, συνδικαλιστές και εργαζόμενοι, στο όνομα ενίσχυσης των πελατειακών σχέσεων με τις στρατιές ψηφοφόρων. Ενδεικτικό παράδειγμα το ΠΔ Παυλόπουλου, μέσω του οποίου έγινε η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, με αιτιολόγηση την κάλυψη «πάγιων και διαρκών αναγκών».

Το 2013, κατόπιν απαίτησης της τρόικας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, υπήρξε κατάργηση οργανικών θέσεων και για πρώτη φορά απολύθηκαν εργαζόμενοι του Δημοσίου. Μεταξύ αυτών και οι υπάλληλοι της ΕΡΤ, οι οποίοι και «έκλεισαν» την... εκκρεμότητα των 15.000 απολύσεων που ζητούσε η τρόικα.

Η κοινωνία αλλάζει

Πλέον, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, η κοινή γνώμη εμφανίζει πιο ανοιχτή στη συζήτηση για την κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο, ενώ ο πρωθυπουργός προαναγγέλλει ότι κατά τη συνταγματική αναθεώρηση που θα ξεκινήσει στα τέλη του έτους, η κυβερνητική πλειοψηφία θα προτείνει την άρση της για τους νέους και τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους. Σε ό,τι αφορά τις μετρήσεις, στη δημοσκόπηση της Marc το 76,2% των ερωτηθέντων συμφωνεί με την κατάργηση της μονιμότητας. Μάλιστα υπέρ μιας τέτοιας ενδεχόμενης απόφασης τάσσεται το 62% των ψηφοφόρων του ΚΚΕ και το 66,9% του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δυναμικότητα στον Δημόσιο Τομέα είναι 717.212 υπάλληλοι. Τρεις στους τέσσερις δεν ανησυχούν για τη δουλειά τους, ούτε φοβούνται ότι θα πέσουν θύματα πολιτικής δίωξης, ενώ μία σημαντική πλειοψηφία αντιδρά απόλυτα και καθολικά στην αξιολόγηση. Και μπορεί σε επίπεδο διαλόγου ένα προαιώνιο ταμπού της ελληνικής κοινωνίας, όπως η μονιμότητα στο Δημόσιο, να έχει ήδη καταπέσει, οι πολιτικοί συσχετισμοί δείχνουν ότι η προσπάθεια θα μείνει στα… χαρτιά, αφού αποκλείεται να υπάρξουν 180 βουλευτές που θα ψηφίσουν αναθεώρηση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης.

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του συντάγματος: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους».

Η διάταξη ισχύει για όλους τους τακτικούς πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις, εφόσον αυτές υφίστανται και ανεξαρτήτως κατηγορίας, κλάδου ή βαθμού καθώς και για όλο το πολιτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης αφορά τους κατέχοντες οργανικές θέσεις στη διοικητική ιεραρχία των υπηρεσιών του ελληνικού Κοινοβουλίου, στη διοικητική ιεραρχία των ΟΤΑ και στα λοιπά ΝΠΔΔ.

Εξαιρούνται οι μετακλητοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας, των γραφείων του πρωθυπουργού, των υπουργών και των υφυπουργών και το προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου για την κάλυψη είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών.

Στην εποχή της Α.Ι.

Ουσιαστικά η συζήτηση περί αναθεώρησης του εν λόγω άρθρου αφορά τις νέες γενιές υπαλλήλων σε έναν δημόσιο τομέα που καλείται να ανταποκριθεί στο έργο του με ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Σε περιβάλλον τεχνητής νοημοσύνης, εξάλλου, χρειάζονται λιγότεροι αλλά πιο ικανοί υπάλληλοι, με «υψηλή» εξειδίκευση και αντίληψη, έτοιμοι να αξιολογηθούν όπως όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι.

Εξάλλου όπως έχει τονίσει και ο πρωθυπουργός η αλλαγή του άρθρου 103 του συντάγματος συνδέει την ενδεχόμενη απόλυση ή τη δυνατότητα της επαγγελματικής και οικονομικής εξέλιξης του υπαλλήλου με την αποδοτικότητα. «Σε καμία περίπτωση, η μονιμότητα δεν μπορεί να λειτουργεί ως μία δύναμη αδράνειας», έχει επισημάνει ο Κ. Μητσοτάκης, ενώ ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Κωστής Χατζηδάκης, υπενθύμισε πως από το 2019 μέχρι σήμερα έχουν απολυθεί για λόγους ανεπάρκειας περίπου 1.000 δημόσιοι υπάλληλοι.

Σε κάθε περίπτωση, κλειδί στο θέμα είναι η αποδοτικότητα και η παραγωγικότητα, ενώ κομβικής σημασίας κρίνεται η προσπάθεια να δοθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις διοικήσεις του στενού, του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα και των ΔΕΚΟ για παρεμβάσεις στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού.

Η μονιμότητα υιοθετήθηκε ως θεσμική ασπίδα απέναντι στον κομματισμό και το πελατειακό κράτος. Όμως εξελίχθηκε ως… συναλλαγματική ατιμωρησίας, αναποτελεσματικότητας, ακινησίας και «βολέματος». Ωστόσο, οι καιροί άλλαξαν και τέτοιες νοοτροπίες δεν είναι πλέον ανεκτές. Το Δημόσιο καλείται να παράγει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες στους πολίτες και γι’ αυτόν τον σκοπό οι υπάλληλοι πρέπει να αμείβονται με καλούς μισθούς και να εργάζονται σε συνάφεια με τις απαιτήσεις του ιδιωτικού τομέα.