Η εφιαλτική υπόθεση βιασμού και εκπόρνευσης της 12χρονης, στα Σεπόλια, με περισσότερους από 200 παιδεραστές παράλληλα να εκδηλώνουν ενδιαφέρον μέσω διαδικτύου, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, για να συνευρεθούν με το κορίτσι, σε συνδυασμό με τα αλλεπάλληλα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δείχνουν τις ανησυχητικές διαστάσεις που έχουν λάβει η παιδεραστία, αλλά και το σεξ τράφικινγκ ανηλίκων μέσω διαδικτύου.
«Οι δράστες εκμεταλλεύονται τα τρωτά σημεία για να έρθουν σε επαφή και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ανηλίκων στο διαδίκτυο, προτού προχωρήσουν στην κακοποίηση», τονίζει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθυντής της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ΔΔΗΕ), Βασίλης Παπακώστας.
«Με πλαστές ταυτότητες συχνά αποκτούν υλικό που δημιουργείται από τους ίδιους, μέσω χειραγώγησης ή εκβιασμού», σημειώνει και προσθέτει: «Τα δίκτυα κοινής χρήσης αρχείων peer-to-peer (P2P) παραμένουν ένα σημαντικό κανάλι για την κοινή χρήση υλικού στο οποίο εικονίζονται ανήλικοι από χρήστη σε χρήστη ή μέσα σε μικρές ομάδες. Οι κακόβουλοι χρήστες εκμεταλλεύονται τεχνολογίες κρυπτογράφησης συνομιλιών και αρχείων, όπως και απόκρυψης των ψηφιακών ιχνών τους και των στοιχείων τους».
Οι ομάδες που διευκολύνουν την ανταλλαγή υλικού στο Dark Web συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται και αποτελούν επίμονη απειλή. Οι παραβάτες συχνά μοιράζονται παράνομο περιεχόμενο σε αυτές τις ομάδες μέσω απευθείας συνδέσμων με κεντρικούς υπολογιστές εικόνας στο Clearnet και στο Dark Web.
Τα φόρουμ είναι καλά δομημένα και οι χρήστες οργανώνονται ιεραρχικά ανάλογα με τους ρόλους τους.
Τι μπορεί, όμως, να γίνει για τη δραστική αντιμετώπιση της παιδεραστίας και του σεξ τράφικινγκ ανηλίκων μέσω διαδικτύου;
Παρά τις συνεχείς προσπάθειες αλλά και τις επιτυχημένες ενέργειες των Αρχών επιβολής του νόμου για την κατάργηση πλατφορμών που επικεντρώνονται στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, οι ομάδες που διευκολύνουν την ανταλλαγή υλικού στο Dark Web συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται και αποτελούν επίμονη απειλή.
Η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, μέσω του Τμήματος Διαδικτυακής Προστασίας Ανηλίκων και Ψηφιακής Διερεύνησης, συμμετέχει σε διεθνείς εκπαιδεύσεις για τεχνολογίες αιχμής, κλειστά forum αποκλειστικά για αρχές επιβολής νόμου και διεθνείς επιχειρήσεις αναφορικά με σεξουαλική εκμετάλλευση και πορνογραφία ανηλίκων μέσω διαδικτύου. Παράλληλα, διαθέτει ψηφιακά εργαλεία άμεσου εντοπισμού αντίστοιχου υλικού και συνεργάζεται με εισαγγελικές και διωκτικές Αρχές σε όλο τον κόσμο, ανταλλάσσει πληροφορίες μέσω διεθνών καναλιών αναφορικά με το κυβερνοέγκλημα, ενώ ενημερώνεται άμεσα για οποιαδήποτε νέα τάση και πρόκληση.
«Σημαντικό εργαλείο», επισημαίνει ο κ.Παπακώστας, «αποτελεί και η δυνατότητα απενεργοποίησης (takedown) ιστοσελίδων στην Ελλάδα που προβλέπεται περιοριστικά σε πέντε περιπτώσεις και στη φραγή ιστοσελίδων με υλικό πορνογραφίας ανηλίκων, κατόπιν διάταξης του αρμόδιου εισαγγελέα σε συνεργασία με τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (ISPs), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του Ν. 4267/2014 “Καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας”.
Ειδικό νομικό πλαίσο
«Η αντιμετώπιση των κυβερνοεγκλημάτων από τις διωκτικές Αρχές και τα νομικά ζητήματα που σχετίζονται με εγκλήματα του κυβερνοχώρου, προϋποθέτουν την ύπαρξη ειδικού νομικού πλαισίου και κοινής αντεγκληματικής πολιτικής, λόγω του διεθνοποιημένου χαρακτήρα του κυβερνοεγκλήματος», υπογραμμίζει ο κ.Παπακώστας.
«Απαραίτητη είναι η θέσπιση νέων αντικειμενικών υποστάσεων εγκλημάτων, που να θέτουν κανόνες και όρια στη συμπεριφορά των παρόχων διαδικτυακών υπηρεσιών και φιλοξενίας ιστοχώρων, αλλά και των χρηστών, λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη τις ισχύουσες συνταγματικές Αρχές και παράλληλα διαφυλάσσοντας και προστατεύοντας την ελευθερία του λόγου και τα προσωπικά δεδομένα. Σημαντική κρίνεται η θέσπιση ενιαίας ευρωπαϊκής εισαγγελικής Αρχής κυβερνοεγκλήματος και να οριστούν εξειδικευμένοι εισαγγελείς Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στο εσωτερικό κάθε χώρας, προς όφελος της αμεσότερης και ταχύτερης διερεύνησης και απονομής της Δικαιοσύνης. Η εναρμόνιση των νόμων είναι απαραίτητη σε ένα παγκοσμιοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον. Τα κράτη καλούνται να ενισχύσουν τις ουσιαστικές και αποδοτικές διόδους επικοινωνίας και αναφοράς του σοβαρού και οργανωμένου διαδικτυακού εγκλήματος».
Επιπλέον, όπως σημειώνει ο επικεφαλής της ΔΔΗΕ, «σημαντική κρίνεται η θέσπιση νομοθετικών διατάξεων για κυβερνοεγκλήματα, επικεντρωμένες στον τρόπο δράσης των εγκληματιών και όχι στις μορφές και τις διαρκώς εξελισσόμενες και νεοεμφανιζόμενες τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα κρυπτονομίσματα, αποθήκευση cloud και άλλα. Παράλληλα, σημαντικά είναι είναι και τα στοχευμένα και εξειδικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης των συμμετεχόντων στις διαδικασίες ποινικής διερεύνησης κυβερνοεγκλημάτων – εισαγγελικές, δικαστικές και αστυνομικές Αρχές – στη διαρκώς μεταβαλλόμενη τεχνολογία που χρησιμοποιούν οι δράστες, καθώς και η τυποποίηση περαιτέρω διαδικασιών συνεργασίας».