Η Φωτεινή Τσαλίκογλου δεν είναι μόνο μυθιστοριογράφος με συναρπαστικές ιστορίες και συχνές κυκλοφοριακές επιτυχίες (αν παραλείψουμε τα καθαρώς επιστημονικά της βιβλία). Γράφει πολλές φορές και παραμύθια: παραμύθια για μικρούς και για μεγάλους, που έχουν πάντοτε κάτι να πουν τόσο για τη σύγχρονη κοινωνία όσο και για τις υπαρξιακές μας ανησυχίες ή για την καθημερινή μας πραγματικότητα. Στο «Ευτυχισμένο νησί» (2015), για παράδειγμα, ένα αρχαιόθεμο παραμύθι με έντονα συμβολικό και αλληγορικό χαρακτήρα, τα ζητήματα που την απασχολούν είναι το παρελθόν και η έννοια της μνήμης: μόνο αν θυμόμαστε μπορούμε πρώτα να πενθήσουμε κι ύστερα να τιμήσουμε εκείνους που αναπότρεπτα έχουμε χάσει.
Το καινούργιο ενήλικο παραμύθι της Τσαλίκογλου κυκλοφόρησε πριν από μερικές ημέρες με τίτλο «Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά» (εκδόσεις Καστανιώτη) και είναι «μια αληθινή ιστορία», όπως το λέει ο υπότιτλος, μέσα από τα μάτια ενός αδέσποτου σκύλου, για τα Χριστούγεννα και για την πανδημία. Για την πανδημία έγραψε πρώτη φορά πέρσι η συγγραφέας στο βιβλίο της «Με βλέπεις;» (εκδόσεις Καστανιώτη), μια συνομιλία «εγκλεισμού» με τη Γιούλη Επτακοίλη.
Φέτος δεν υπάρχει εγκλεισμός, αλλά ο φόβος εξακολουθεί ανυποχώρητος, θυμίζοντας την περίοδο της καραντίνας. Λίγο προτού ξεκινήσει η καραντίνα του 2020, ο Αζόρ, ένα αδέσποτο που ψάχνει την τύχη του στους δρόμους της μεγαλούπολης, πιστεύει πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για την περίπτωσή του σε έναν κόσμο ο οποίος αρνείται να προσφέρει έστω και την παραμικρή ενίσχυση σε όσους την έχουν ανάγκη. Το εγκαταλελειμμένο σκυλί τρώει όποτε το επιτρέψουν οι περιστάσεις και ονειρεύεται ένα κολάρο που θα το προστατέψει από τα μοχθηρά αγόρια και τις από τις βάναυσες μαχαιριές τους – ένα κολάρο ελευθερίας. Και ξαφνικά ένας κύριος το πλησιάζει από το πουθενά, έτοιμος να το βοηθήσει και να το περιθάλψει. Ο Αζόρ βλέπει μπροστά του μια ευτυχία την οποία δεν έχει αντικρίσει ξανά στη ζωή του: το περιπόθητο κολάρο είναι επιτέλους εδώ για να τον διασφαλίσει και του επιτρέψει να περάσει ευτυχισμένος τα Χριστούγεννα που έρχονται. Με τη διαφορά πως καμιά ευτυχία δεν κρατάει επ’ άπειρον και, το κυριότερο, καμιά ευτυχία δεν παρέχεται ανέξοδα.
Ο Αζόρ καταλαβαίνει γρήγορα για ποιον λόγο ο κύριος ο οποίος τον έχει προσεγγίσει ονομάζει τον εαυτό του «κύριο των εννιά» – επειδή είναι η ώρα που θα επιτρέπεται η βόλτα μετά την επιβολή των μέτρων της καραντίνας. Ο «κύριος των εννιά» θέλει να επιστρατεύσει το αδέσποτο για να στέλνει στον κωδικό των δημόσιων υπηρεσιών το μήνυμα το οποίο θα τον αφήσει να κυκλοφορεί χωρίς εμπόδια. Η αλήθεια είναι πάντοτε πικρή και απογοητευτική, ο Αζόρ, όμως, δεν θα χάσει το θάρρος και το κουράγιο του, δεν θα θυμώσει με το συμφεροντολογικό κίνητρο του ευεργέτη του και θα εξακολουθήσει να θεωρεί πως το έστω προσωρινό λουρί του αποτελεί έναν τρόπο για να επιβιώσει. Ο Αζόρ καταλαβαίνει περισσότερο από τους ανθρώπους τι σημαίνουν η μοναξιά, ο πανικός και η απόγνωση: δεν καταδικάζει την απανθρωπιά τους και δεν μέμφεται τη σκληρότητά τους. Κι έτσι μπορεί αργότερα, όταν η πανδημία θα έχει τελειώσει για πάντα (γιατί κάποτε θα τελειώσει πράγματι), ο κύριος να έχει προλάβει στο μεταξύ να αγαπήσει το αδέσποτό του και τα μάτια του σκυλιού να λάμπουν ολοφώτεινα μέσα στη νύχτα της βραδινής τους βόλτας.
Όπως στα μυθιστορήματα και στα υπόλοιπα παραμύθια της, έτσι και στο «Ο Αζόρ και ο κύριος των εννιά» η συγγραφέας σπεύδει να στείλει ένα μήνυμα αισιοδοξίας για το παρόν και το μέλλον: ένα μήνυμα που απαλλαγμένο από τον οποιοδήποτε διδακτισμό καταφέρνει να μας μεταδώσει άμεσα την ευαισθησία του, ποντάροντας στα σημαντικότερα: στη συμφιλίωση, στη συμπαράσταση, στην αλληλεγγύη και, το σπουδαιότερο, στη δύναμη της αποδοχής και της αγάπης.