Στα νέα συμβόλαια για το αιγοπρόβειο γάλα στρέφονται τα βλέμματα, με την ελπίδα ότι αυτά θα οδηγήσουν και σε χαμηλότερες τιμές στα παραγόμενα προϊόντα όπως η φέτα, η οποία παραμένει σε ιδιαιτέρως υψηλά επίπεδα. 

Η φέτα που πωλείται σήμερα έχει παραχθεί με τα συμβόλαια γάλακτος της προηγούμενης περιόδου, οπότε και οι τυποποιητές δεν έχουν προχωρήσει σε μειώσεις τιμών. Κι αυτό την ώρα που η τιμή του πρόβειου για το πρώτο εξάμηνο, με βάση τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, είναι 1,4433 το κιλό, ενώ το ίδιο διάστημα του πρώτου εξαμήνου του 2023 ήταν 1,56 ευρώ στο σύνολο του παραγόμενου πρόβειου γάλακτος στην Ελλάδα (συμβατικού και βιολογικού). Τιμή που είναι κατά περίπου 12 λεπτά του ευρώ χαμηλότερη σε σχέση με πέρυσι. 

Σε κάθε περίπτωση, η πτώση τιμής δεν διασφαλίζει την επιστροφή της κατανάλωσης φέτας στα προ του πολέμου στην Ουκρανία επίπεδα για τα ελληνικά νοικοκυριά, καθότι εισαγόμενα τυριά όπως η gouda, με τιμή πώλησης περί τα 6 ευρώ το κιλό, συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην προτίμηση του καταναλωτή έναντι της φέτας. 

Κύκλοι της αγοράς αναμένουν διόρθωση της τιμής κατά 10-15 λεπτά περίπου, την οποία χαρακτηρίζουν λογική, σημειώνοντας πως τα 1,6 ευρώ περίπου ήταν σχεδόν εκτός πραγματικότητας. Με τους καταναλωτές όμως να έχουν στραφεί σε άλλα λευκά τυριά, το στοίχημα θα είναι αν οι μειώσεις που ίσως προκύψουν θα είναι αρκετές για να υπάρξει μεταστροφή του κλίματος. 

Διατηρούν κέρδη

Σύμφωνα με πληροφορίες πάντως, τυροκόμοι και σουπερμάρκετ, ακολουθώντας την πάγια τακτική τους και με πρόσχημα τα απούλητα αποθέματα φέτας, ήδη ασκούν πιέσεις στους κτηνοτρόφους να αποδεχθούν μείωση των τιμών αιγοπρόβειου γάλακτος, διατηρώντας ταυτόχρονα αμετάβλητα τα κέρδη τους. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν αναρτηθεί στον ΕΛΓΟ- ΔΗΜΗΤΡΑ, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο παραδόθηκαν 528.768.728 κιλά νωπού πρόβειου γάλακτος, ενώ την αντίστοιχη περσινή περίοδο οι ποσότητες έφταναν τα 539.954.311 κιλά. Αντίστοιχα, οι ποσότητες γίδινου γάλακτος έφτασαν τα 110.992.112 κιλά φέτος, από 116.843.983 κιλά πέρυσι. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η μέση τιμή του νωπού πρόβειου γάλακτος φτάνει το 2024 στα 1,4433 ευρώ/κιλό από 1,5542 ευρώ/κιλό το 2023. 

Η υψηλότερη τιμή καταγράφεται φέτος στη Θεσσαλία, η οποία φτάνει το 1,5354 ευρώ/κιλό και η χαμηλότερη στο Νότιο Αιγαίο, η οποία διαμορφώνεται στα 1,2079. Στην Κρήτη η μέση τιμή του νωπού πρόβειου γάλακτος φτάνει το 2024 στα 1,1487 ευρώ/κιλό από 1,2370 ευρώ/κιλό το 2023. Αναφορικά με τη ζημιά που προκλήθηκε στο ζωικό κεφάλαιο λόγω της πανώλης, οι εκτιμήσεις είναι ότι αυτή δεν θα επηρεάσει την ποσότητα των παραγόμενων γαλακτοκομικών.

Το πρόβλημα για τους καταναλωτές εστιάζεται στην τακτική των σουπερμάρκετ να κινούνται συντεταγμένα σε ό,τι αφορά τις τιμές, με χαρακτηριστικότερες όλων τις προσφορές που και αυτές ταυτίζονται σε διαφορετικές αλυσίδες λιανεμπορίου μιας και, όπως εξηγούν κύκλοι της αγοράς, το εθνικό προϊόν μας αποτελεί κράχτη για τους καταναλωτές, οι οποίοι δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στη χύμα αντί της συσκευασμένης. 

Μικρό καλάθι 

Σε απόλυτους αριθμούς η πρώτη ύλη (γάλα) για την παραγωγή της φέτας που σήμερα υπάρχει στην αγορά ανέρχεται στα 6 ευρώ ανά κιλό, χωρίς να υπολογίζονται μεταφορικά και κόστος παραγωγής. «Η τιμή των 14 ευρώ το κιλό σήμερα είναι τίμια», σημειώνει στο «Μ» κορυφαίος παράγοντας της αγοράς, διευκρινίζοντας πως δεν θα πρέπει να περιμένουμε ουσιαστική αποκλιμάκωση. «Ακόμη και αν η τιμή του γάλακτος μειωθεί κατά 15 λεπτά, αυτό σημαίνει πως η μείωση στο κιλό φέτας είναι 60 λεπτά. Εφόσον το σύνολο μετακυλιστεί αντιλαμβανόμαστε όλοι πως δεν πρόκειται για ουσιαστική διαφορά». 

Προς αυτή την κατεύθυνση όμως οδηγεί και η... διεθνής καριέρα του ελληνικού «λευκού χρυσού». «Περίπου το 65% της ετήσιας παραγόμενης φέτας στη χώρα προορίζεται πλέον για εξαγωγές», είπε πριν λίγες μέρες, μιλώντας στο Mega, ο πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών, Παύλος Σατολιάς και πρόσθεσε: «Στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών στον αγροδιατροφικό τομέα, η φέτα συνεισέφερε στη χώρα μας 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Μιλάμε για ένα δυναμικό προϊόν που συνεχώς αναπτύσσεται δίνοντας προοπτική και στον παραγωγό αλλά και στη μεταποίηση στη χώρα μας. Είναι ο “λευκός χρυσός” της χώρας».