Εδώ και δεκαετίες, η Ελλάδα ζητά κάτι απλό: την επίσημη άρση της απειλής πολέμου από την Τουρκία. Το περίφημο casus belli, που κηρύχθηκε το 1995, δεν είναι συμβολισμός. Είναι θεσμική απειλή - και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται ως σοβαρό εμπόδιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν όμως η Άγκυρα αποφασίσει να το αποσύρει, η κίνηση αυτή δεν αντιμετωπίζεται πάντα ως θετική εξέλιξη. Αντίθετα, κάποιοι σπεύδουν να την υποβαθμίσουν. Να τη θεωρήσουν προσωρινή, ύποπτη, ανεπαρκή.

Η δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη ότι η άρση του casus belli «μπορεί να είναι προσωρινή, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να επανέλθει» είναι χαρακτηριστική αυτής της στάσης. Μιας στάσης που δεν αξιολογεί την κίνηση, αλλά την υπονομεύει προκαταβολικά. Γιατί πίσω από κάθε αλλαγή βλέπει έναν ενδεχόμενο ελιγμό. Και πίσω από κάθε χειρονομία, έναν σχεδόν βέβαιο ελιγμό. Αυτό είναι το σύνδρομο της καχυποψίας. Και είναι βαθύτερο απ’ όσο φαίνεται.

Το casus belli δεν είναι μια τυχαία φράση. Ήταν η απάντηση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στην ελληνική νομοθεσία που αναγνώριζε
, το 1995, το δικαίωμα της χώρας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια - δικαίωμα που προβλέπεται ρητά από το Δίκαιο της Θάλασσας. Η Άγκυρα το θεώρησε αιτία πολέμου. Και αυτό έκτοτε δηλητηριάζει κάθε συζήτηση περί διαλόγου.

Η ελληνική πλευρά, με συνέπεια και επιμονή, έχει θέσει την άρση αυτής της απειλής ως όρο για κάθε σοβαρή προσέγγιση. Σε διμερείς επαφές, σε ευρωπαϊκά φόρα, σε διεθνή έγγραφα. Η άρση της απειλής, αν ποτέ συμβεί, δεν θα είναι μια συμβολική παραχώρηση. Θα είναι μια διπλωματική επιτυχία πρώτου μεγέθους. Θα είναι αποτέλεσμα επιμονής, σταθερής στρατηγικής και πίεσης που ασκήθηκε με συνέπεια.

Αντί όμως να αναγνωριστεί αυτό το ενδεχόμενο ως επιτυχία, κάποιοι σπεύδουν να το αφοπλίσουν. Να δηλώσουν ότι ακόμη κι αν η Τουρκία κάνει πίσω, «μπορεί να επανέλθει». Με αυτή τη λογική, όμως, ακυρώνεται κάθε πιθανότητα εξέλιξης. Τίποτα δεν είναι αρκετό. Καμία κίνηση δεν έχει αξία. Ο αντίπαλος παραμένει πάντα αντίπαλος, ανεξάρτητα από το τι λέει ή κάνει.

Αυτό δεν είναι στρατηγική. Είναι ακινησία. Είναι άρνηση μεταμφιεσμένη σε προνοητικότητα. Δεν προωθεί την ασφάλεια. Την υπονομεύει, γιατί καλλιεργεί την ιδέα ότι κανένα βήμα δεν έχει νόημα - ότι όλα είναι προσχηματικά. Αν πιστεύεις ότι η άλλη πλευρά είναι μονίμως αναξιόπιστη, τότε δεν διαπραγματεύεσαι. Απλώς περιμένεις τη δικαίωσή σου. Και αυτή είναι μια στάση που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απομόνωση.

Η πολιτική δεν λειτουργεί έτσι. Δεν μπορείς να ζητάς κάτι επί τρεις δεκαετίες και, όταν γίνει, να απαντάς ότι
«δεν έχει σημασία, γιατί μπορεί να αλλάξει γνώμη». Η διεθνής διπλωματία βασίζεται στην αξιολόγηση πράξεων, όχι στην αιώνια καχυποψία. Ναι, μπορεί μια απειλή να επανέλθει. Μπορεί όμως και να μην επανέλθει. Το κρίσιμο είναι το πώς θα αντιδράσεις όταν υποχωρεί. Αν θα τη δεις ως ευκαιρία ή ως παγίδα. Αν θα πιστέψεις ότι μια πίεση έφερε αποτέλεσμα ή αν θα θεωρήσεις το αποτέλεσμα ψευδές μόνο και μόνο γιατί δεν το εμπιστεύεσαι.

Η απειλή πολέμου δεν είναι κάτι που εξαφανίζεται με λόγια. Ούτε κάτι που ξεχνιέται εύκολα. Αν όμως κάποια στιγμή αρθεί - επισήμως, ρητά και δεσμευτικά - τότε αυτό πρέπει να λογίζεται ως νίκη. Και όποιος δεν μπορεί να τη δει ως τέτοια, ίσως απλώς δεν αντέχει την ιδέα ότι τα πράγματα, κάποιες φορές, όντως αλλάζουν.