Παρά το γεγονός ότι οι ζυμώσεις και τα μπρος-πίσω για τα εσωκομματικά και για άλλα ζητήματα –όπως π.χ. τα ιδιωτικά πανεπιστήμια– συνεχίζονται σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό τοπίο έχει διαμορφωθεί λίγο ή πολύ εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου και μόνο ένα ζήτημα παραμένει ανοικτό: ποιος θα καταφέρει να κερδίσει τη δεύτερη θέση.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η πρώτη θέση ασφαλώς δεν αμφισβητείται και το ερώτημα είναι αν η Νέα Δημοκρατία θα μπορέσει να πετύχει μια επίδοση κοντά σε αυτήν των εθνικών εκλογών, αλλά και ποια διαφορά θα έχει από το δεύτερο κόμμα, ενώ σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις δεν αποκλείεται –λόγω και της χαλαρής ψήφου– να κάνει τη ρελάνς το ΚΚΕ και να καταφέρει να μπει σφήνα ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Αυτά ως προς τις πολιτικές ισορροπίες που θα διαμορφώσουν οι ευρωκάλπες. Υπάρχει όμως και ακόμη ένα κρίσιμο ζήτημα το οποίο δεν είναι άλλο από τους ευρωβουλευτές που θα εκλεγούν και θα εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στη νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μην αλλάξει το σύστημα εκλογής και να παραμείνει αυτό του σταυρού προτίμησης σε μία, ενιαία εκλογική περιφέρεια σε όλη τη χώρα προφανώς δίνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στη μάχη των υποψηφίων, ενώ επί της ουσίας μοναδικό νέο δεδομένο είναι η επιστολική ψήφος που θα ισχύσει από την προσεχή εκλογική αναμέτρηση και –θεωρητικά τουλάχιστον– αναμένεται να ενισχύσει τη συμμετοχή των ψηφοφόρων και δη των αποδήμων.
Το αιώνιο δίλημμα των ηγεσιών των κομμάτων σε αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις ήταν και παραμένει εάν το ψηφοδέλτιο στο σύνολό του πρέπει να έχει πολιτικό χρώμα ή να είναι γεμάτο από τα λεγόμενα «λαμπερά πρόσωπα»: καλλιτέχνες, αθλητές, δημοσιογράφους ή άλλα γνωστά και δημοφιλή πρόσωπα που κάνουν... γκελ στους ψηφοφόρους. Είναι δηλαδή αναγνωρίσιμα και μπορούν να τραβήξουν τα βλέμματα μέσα στο παραβάν πριν από την τελική επιλογή της ψήφου.
Εχουν όμως κι άλλο ένα χαρακτηριστικό – τουλάχιστον στη συντριπτική πλειονότητά τους, διότι υπάρχουν και εξαιρέσεις: ότι δεν είναι πρόσωπα ταυτισμένα με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα ή κάποιον πολιτικό χώρο ευρύτερα, οπότε μπορεί αυτό να αποτελέσει κίνητρο για έναν ψηφοφόρο προκειμένου να δώσει την ψήφο του. Την ίδια στιγμή, όμως, το ίδιο ακριβώς χαρακτηριστικό λειτουργεί αρνητικά για τα κόμματα, αφού εύκολα ένα τέτοιο πρόσωπο μπορεί να περάσει από τη μία όχθη στην άλλη.
Η δέσμευση Μητσοτάκη για πολιτικό ψηφοδέλτιο
Αντιφατικά χαρακτηριστικά έχουν και οι πολιτικές ή κομματικές υποψηφιότητες. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για στελέχη που είναι αυστηρά ταυτισμένα με ένα κόμμα ή έναν πολιτικό χώρο κι έτσι δύσκολα μπορούν να πείσουν έναν ψηφοφόρο που δεν διακατέχεται από αυτές τις αντιλήψεις να τα ψηφίσει. Από την άλλη πλευρά, όμως, αποτελούν κατά βάση τους «πιστούς στρατιώτες» που χρειάζονται οι αρχηγοί για τις κοινοβουλευτικές ομάδες τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα στο ιδιαίτερο πεδίο του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο είναι εξαιρετικά απαιτητικό και προϋποθέτει ένα μίνιμουμ γνώσεων και ικανοτήτων, όπως είναι π.χ. η γνώση μιας ξένης γλώσσας και η ελάχιστη αντίληψη των πολιτικών και εθνικών ισορροπιών.
Σε πρόσφατη τοποθέτησή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι το βασικό κριτήριο για την κατάρτιση του ευρωψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας θα είναι πολιτικό και οι υποψηφιότητες θα έχουν πολιτικά χαρακτηριστικά – δίχως πάντως αυτό να σημαίνει ότι θα εξαιρεθούν δημοφιλή πρόσωπα που το καθένα από αυτά είναι επιτυχημένο στον χώρο του και επιπλέον αναγνωρίσιμο και η υποψηφιότητά του θα έχει έναν συγκεκριμένο συμβολισμό. Αντιθέτως, στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι τουλάχιστον προβληματισμένοι από το γεγονός ότι απέμειναν στην πορεία με μόλις δύο από τους έξι εκλεγμένους το 2019 ευρωβουλευτές. Κυρίως όμως διότι λόγω των εσωκομματικών αναταράξεων ο Στέφανος Κασσελάκης και οι σύντροφοί του στην Κουμουνδούρου θα χρειαστεί να ψάξουν πάρα πολύ για να εντοπίσουν υποψηφίους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που να εκφράζουν τον ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως να... μείνουν έως το τέλος.