Το Κίνημα Δημοκρατίας υπό βύθιση, ο Αλέξης Χαρίτσης και ο Δημήτρης Κουτσούμπας αρκούνται στο να... κυνηγάνε την εκλογική ουρά τους.
Καθώς το 2025 πλησιάζει στο τέλος του, η ελληνική Αριστερά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση – ίσως από τις μεγαλύτερες στη μεταπολιτευτική ιστορία της. Κάποια επιμέρους κομμάτια της, όχι μόνο δεν συγκλίνουν, αλλά μοιάζουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, τόσο μεταξύ τους όσο και από την ίδια την κοινωνία.
Το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη, για παράδειγμα, δείχνει να τελεί υπό πολιτική εξαΰλωση πριν καν αποκτήσει γερές βάσεις, ενώ η Νέα Αριστερά παραμένει στα αζήτητα, αδυνατώντας να συγκροτήσει μαζικό κοινωνικό ακροατήριο.
Δυστοπία
Το ΚΚΕ, παρά τη διαχρονική οργανωτική του αντοχή, δεν φαίνεται να αποκομίζει πολιτικά οφέλη από την τακτική του «καπελώματος» στα αγροτικά μπλόκα. Παράλληλα, ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας –ακόμη και πολίτες χωρίς ιδιαίτερη πολιτική τοποθέτηση– εμφανίζεται οργισμένο από την αναστάτωση στην καθημερινότητά τους, ειδικά όσοι θέλουν να ταξιδέψουν ή να εργαστούν χωρίς αποκλεισμούς και χάος. Όλα αυτά συνθέτουν ένα βαθιά δυστοπικό σκηνικό.
Το Κίνημα Δημοκρατίας, λοιπόν, αποτέλεσε για λίγο μία προσπάθεια πολιτικής επανεκκίνησης μετά την κατάρρευση της αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Στέφανος Κασσελάκης επιχείρησε να παρουσιάσει κάτι «νέο», σύγχρονο και υπερβατικό, βασισμένο περισσότερο στο προσωπικό του αφήγημα παρά σε συλλογικές διεργασίες. Όμως η πολιτική δεν λειτουργεί με όρους branding. Η απουσία ιδεολογικής σαφήνειας, η έλλειψη οργανωμένων δομών και η προσωποκεντρική φυσιογνωμία του εγχειρήματος οδήγησαν γρήγορα σε φθορά.
Το κόμμα δεν πρόλαβε καν να δοκιμαστεί εκλογικά και ήδη χάνει στελέχη και πολιτικό βάρος. Η εξαΰλωση δεν είναι απλώς επικοινωνιακή· είναι βαθιά πολιτική. Μία βουλευτής, η Κυριακή Μάλαμα, έχει ήδη παραιτηθεί από το κόμμα, ένας άλλος βουλευτής, ο Αλέξανδρος Αυλωνίτης, αναζητά τους λόγους της φυγής της και ο Στέφανος Κασσελάκης μιλάει για Συνέδριο «ξεκαθαρίσματος» τον προσεχή Φεβρουάριο.
Η Νέα Αριστερά, από την πλευρά της, προσπάθησε να εμφανιστεί ως η «σοβαρή», θεσμική και προγραμματική εκδοχή μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Διαθέτει πρόσωπα με κυβερνητική εμπειρία και θέσεις που συχνά αγγίζουν τους ανθρώπους του χώρου. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Η κοινωνία δεν κινητοποιείται μόνο από ενδεχομένως σωστές αναλύσεις, αλλά και από την αίσθηση ότι κάποιος την εκπροσωπεί πραγματικά. Η Νέα Αριστερά δεν κατάφερε να ξεφύγει από την εικόνα ενός πολιτικού σχηματισμού «ειδικών», αποκομμένου από τις καθημερινές αγωνίες των πολιτών. Ετσι, παραμένει πολιτικά αόρατη, στα αζήτητα ενός συστήματος που δεν συγχωρεί την αδυναμία μαζικής απεύθυνσης.
Το ΚΚΕ συνεχίζει να αποτελεί τη σταθερά της ελληνικής Αριστεράς. Με συνεπή λόγο, οργανωμένη παρουσία και ισχυρό μηχανισμό, διατηρεί τη θέση του στο πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο, η στρατηγική του στους κοινωνικούς αγώνες, και ειδικά στα αγροτικά μπλόκα, προκαλεί συχνά αντιδράσεις. Το «καπέλωμα» κινητοποιήσεων, η προσπάθεια απόλυτου ελέγχου και η άρνηση συνεργασίας με ευρύτερα κοινωνικά ρεύματα ενισχύουν την κομματική πειθαρχία, αλλά δεν διευρύνουν την κοινωνική απήχηση.
Αντίθετα, δημιουργούν την εικόνα ενός κόμματος που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση της καθαρότητάς του παρά για τη διαμόρφωση νικηφόρων κοινωνικών συμμαχιών.
Μέρος του προβλήματος
Σε αυτό το ήδη βαρύ πολιτικό κλίμα προστίθεται και μία κρίσιμη κοινωνική παράμετρος: η αυξανόμενη οργή όσων πολιτών βιώνουν άμεσα τις συνέπειες των κινητοποιήσεων. Άνθρωποι που θέλουν να ταξιδέψουν, να πάνε στα χωριά τους για τις γιορτές, να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να κινηθούν για λόγους υγείας, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε αποκλεισμένους δρόμους και σε κλίμα γενικευμένης αναστάτωσης. Για αυτούς, η Αριστερά δεν εμφανίζεται ως δύναμη υπεράσπισης των δικαιωμάτων, αλλά ως μέρος του προβλήματος. Η κοινωνική νομιμοποίηση των αγώνων υπονομεύεται όταν δεν λαμβάνεται υπόψη η καθημερινότητα των πολλών.
Αυτό είναι ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο για τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο: η ρήξη με την κοινωνική πλειοψηφία. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε κατανόηση, σήμερα επικρατεί δυσφορία. Εκεί όπου υπήρχε ανοχή, σήμερα επικρατεί θυμός. Η Αριστερά μοιάζει να μιλά σε έναν στενό κύκλο ήδη πεπεισμένων από χρόνια οπαδών της, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι οι κοινωνικές συμμαχίες δεν χτίζονται με επιβολή αλλά με πειθώ και σεβασμό.
Η δυστοπία συμπληρώνεται από την απουσία ενός ενιαίου αφηγήματος. Απουσιάζουν ο κοινός στόχος, το κοινό όραμα και κυρίως η κοινή γλώσσα. Οι διαφορετικές εκδοχές της Αριστεράς μοιάζουν να λειτουργούν σε παράλληλα σύμπαντα αδιαφορώντας για το συνολικό αποτέλεσμα. Το πολιτικό κενό που δημιουργείται καλύπτεται από την ηγεμονία της Κεντροδεξιάς, την αποπολιτικοποίηση ή την κυνική αποδοχή ότι «τίποτα δεν αλλάζει».
Οριστικά στο περιθώριο;
Η Αριστερά, λοιπόν, βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Η κρίση που βιώνει δεν είναι απλώς εκλογική· είναι κρίση ταυτότητας, στρατηγικής και σχέσης με την κοινωνία. Αν συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πολιτικό απολίθωμα, ανίκανη να επηρεάσει τις εξελίξεις.
Σε κάθε περίπτωση, είναι τέτοιο το αδιέξοδο που ακόμη και σε απλές δημοσιογραφικές αναφορές στα κόμματα του χώρου υπάρχουν αμέσως αντιδράσεις του τύπου «εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με αυτούς». Φυσικά, ούτε λόγος για μία απλή μεταξύ τους συζήτηση για θέματα της επικαιρότητας.
Και τελικά το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: έχει η ελληνική Αριστερά τον χρόνο και τη βούληση να αλλάξει πορεία ή η νέα χρονιά θα τη βάλει οριστικά στο περιθώριο της ιστορίας;

