Η Σοφία Βέμπο, η «τραγουδίστρια της νίκης», ξαναζωντανεύει στο θεατρικό σανίδι μέσα από μια παράσταση που υμνεί τη δύναμη, το ήθος και την ψυχή της. Η ηθοποιός Θεοφανία Παπαθωμά, με σεβασμό και αγάπη, υπογράφει τη σκηνοθεσία, το κείμενο και ενσαρκώνει τη θρυλική ερμηνεύτρια, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης.
Η πρεμιέρα της παράστασης πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου, ανήμερα της ιστορικής επετείου του «Όχι», μια ημερομηνία γεμάτη συμβολισμούς που έδεσε αρμονικά με το πνεύμα της Σοφίας Βέμπο, της γυναίκας που με τη φωνή της εμψύχωσε ένα ολόκληρο έθνος.
Η παράσταση για τη Σοφία Βέμπο, σε σκηνοθεσία και ερμηνεία της Θεοφανίας Παπαθωμά, ήταν προσεγμένη σε κάθε της λεπτομέρεια, με διαχρονικά μηνύματα και αξίες που έχουμε ξεχάσει αλλά τόσο πολύ έχουμε ανάγκη να ξαναθυμηθούμε. Πρόκειται για μια παράσταση που εμπνέει κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδα, σε μια εποχή όπου ο διχασμός και οι μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις καφενειακού τύπου έχουν γίνει σημείο των καιρών ακόμη και στη Βουλή.
Η ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη συναισθηματική φόρτιση ήταν απόλυτα επιτυχημένη, κρατώντας το κοινό συγκινημένο και σε εγρήγορση από την αρχή έως το τέλος.
Ιδιαίτερη στιγμή αποτέλεσε όταν η Χρυσούλα Στεφανάκη, εμφανώς συγκινημένη, δάκρυσε επί σκηνής ερμηνεύοντας το θρυλικό τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», προκαλώντας παρατεταμένα χειροκροτήματα και ρίγη συγκίνησης στο κοινό.
Δίπλα στη Θεοφανία Παπαθωμά, σε καίριους και ουσιαστικούς ρόλους, βρίσκονται σπουδαίοι συνεργάτες που δίνουν σάρκα και ψυχή στη ζωή της Σοφίας Βέμπο.
Ο Βασίλης Τραϊφόρος ενσαρκώνει με ευαισθησία τον θείο του και σύζυγο της Βέμπο, Μίμη Τραϊφόρο, τον άνθρωπο που της χάρισε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της, φωτίζοντας μέσα από τον ρόλο του τις πιο τρυφερές και αληθινές πτυχές της κοινής τους διαδρομής.
Ο Τάσος Χρυσόπουλος αποδίδει συγκινητικά τον αδελφό της, Τζώρτζη Μπέμπο, τον άνθρωπο που τη συνόδευσε σε κάθε βήμα της ζωής και της καριέρας της, ως αδελφός, στήριγμα και μάνατζερ.
Η καταξιωμένη ερμηνεύτρια Χρυσούλα Στεφανάκη δίνει με τη ζεστή, συγκλονιστική φωνή της νέα πνοή στα αθάνατα τραγούδια της Βέμπο, που εξακολουθούν να συγκινούν και να εμπνέουν γενιές Ελλήνων.
Την παράσταση πλαισιώνει επί σκηνής ένα σύνολο εγχόρδων, που προσδίδει μεγαλοπρέπεια, συγκίνηση και ατμόσφαιρα στις μελωδίες που αγάπησε ολόκληρος ο ελληνικός λαός.
Τους φωτισμούς υπογράφει η διεθνώς βραβευμένη διευθύντρια φωτογραφίας Κατερίνα Μαραγκουδάκη, δημιουργώντας ένα οπτικό περιβάλλον γεμάτο ποίηση και συναίσθημα.
Το φινάλε της παράστασης, όταν όλοι στάθηκαν όρθιοι και τραγούδησαν τον Εθνικό Ύμνο, όπως ακριβώς στις αυθεντικές παραστάσεις της Βέμπο, ήταν το αποκορύφωμα μιας βραδιάς γεμάτης συγκίνηση, υπερηφάνεια και ελληνική ψυχή.
Σε μια εξομολογητική συνέντευξη, η Θεοφανία Παπαθωμά μιλά στο Manifesto για την έμπνευση, τις δυσκολίες και το όραμα πίσω από την παράσταση, αλλά και για το διαχρονικό μήνυμα της Βέμπο που σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
- Κυρία Παπαθωμά, τι ήταν εκείνο που σας ώθησε να ανεβάσετε τη συγκεκριμένη παράσταση; Γιατί θεωρήσατε πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να «αναστηθεί» θεατρικά η Σοφία Βέμπο;
Από ένστικτο μάλλον, μια βαθύτερη ανάγκη, μία εσωτερική φωνή κατέστη επιτακτική για να ανέβει η Σοφία Βέμπο στη σκηνή. Ήθελα να γίνω το όχημα για να ξαναέρθει ανάμεσά μας. Την ακούω από παιδί. Η φωνή της με συγκινεί, αγγίζει την καρδιά μου από τη μικρή ηλικία ακόμη. Μου προκαλεί πάντα το ίδιο αίσθημα, μια ψυχική ανάταση. Τη θεωρώ συγγενική. Έχω κι εγώ ρίζες από την Ανατολική Θράκη, μοιάζει με τη γιαγιά μου. Έχουν και το ίδιο όνομα, γεννημένες τον ίδιο μήνα.
- Η πρεμιέρα έγινε ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου — μια ημερομηνία γεμάτη συμβολισμούς. Πόσο συνειδητή ήταν αυτή η επιλογή και τι μήνυμα θέλατε να περάσετε μέσα από αυτή τη συγκυρία;
Η επιλογή της 28ης Οκτωβρίου ήταν απολύτως συνειδητή. Ήταν μια ημέρα γεμάτη ιστορικό βάρος και συγκίνηση. Η Σοφία Βέμπο έγινε το σύμβολο της ελευθερίας, η φωνή που εμψύχωσε τους Έλληνες στον πόλεμο.
Η πρεμιέρα εκείνη τη μέρα λειτούργησε σαν φόρος τιμής, όχι μόνο στη Βέμπο, αλλά σε όλους όσους αγωνίστηκαν για την πατρίδα και την αξιοπρέπεια.
Μαχόμαστε καθημερινά, ο καθένας με τα όπλα του. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε τις αξίες μας, τα πιστεύω μας και να κάνουμε πάντα το σωστό, πρώτα για τους άλλους και ύστερα για εμάς. Αυτό έκανε και η Σοφία Βέμπο. Έκανε τη φωνή της όπλο, πολέμησε τον κατακτητή, εμψύχωσε τους στρατιώτες, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε. Έδωσε την ψυχή της. Αυτό είναι το μήνυμα: να κάνουμε το καλύτερο πρώτα για τους άλλους. Η Σοφία Βέμπο είναι ένα σύμβολο που θα μας οδηγεί στους αιώνες.
- Εκτός από τη σκηνοθεσία, υπογράφετε το κείμενο και ενσαρκώνετε τη Βέμπο. Πόσο δύσκολο είναι να ισορροπεί κανείς ανάμεσα στον ρόλο του δημιουργού και του ερμηνευτή;
Ήθελα να κάνω μια παράσταση για τη Σοφία Βέμπο που να της αξίζει, ανάλογη του ήθους και της ποιότητάς της. Την αγαπώ και τη νιώθω βαθιά. Είδα το εγχείρημα συνολικά, την προσέγγισα με σεβασμό και αληθινή πρόθεση, και έτσι βγήκε αβίαστα.
- Τι θαυμάζετε περισσότερο στη Βέμπο ως γυναίκα και ως καλλιτέχνιδα;
Τη δύναμη της ψυχής της, το ταλέντο της, τη ζεστασιά της φωνής της που μας ενώνει. Την αγάπη για τον άνθρωπο, την προσφορά, την ανιδιοτέλειά της.
- Νιώθετε πως εσείς, μέσα από τη δική σας πορεία, βρίσκεστε κοντά στα ιδανικά και τις αξίες που εκείνη υπηρέτησε;
Θέλω να είμαι κοντά. Με βρίσκουν σύμφωνη. Αν όλοι προσπαθούσαμε να ζούμε με τις ίδιες αξίες, θα βλέπαμε σίγουρα έναν καλύτερο κόσμο.
- Η παράσταση -όπως και η ζωή της Βέμπο- μιλά για ενότητα, τόλμη και πίστη. Πιστεύετε πως αυτά τα στοιχεία λείπουν σήμερα από τη σύγχρονη Ελλάδα;
Η ενότητα λείπει. Έχουμε διαχωριστεί σε πολλά επίπεδα. Κρίμα που ο ένας προσπαθεί να βγάλει το μάτι του άλλου. Δεν καταλαβαίνουμε ότι είμαστε όλοι ένα και ότι το προσωπικό καλό εξαρτάται από το συλλογικό καλό. Μας έχει μουδιάσει η αδιαφορία. Έχουμε εγκλωβιστεί σε οθόνες και έχουμε ξεχάσει να ζούμε και να χαιρόμαστε.
-Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε έντονο διχασμό στην ελληνική κοινωνία. Τι θα έλεγε, άραγε, η Σοφία Βέμπο αν ζούσε σήμερα;
Η Βέμπο πέρασε πόλεμο, εμφύλιο, δικτατορία. Έχει δει αυτό το έργο πολλές φορές. Ο διχασμός καλλιεργείται και, δυστυχώς, είμαστε πολύ δεκτικοί σε αυτόν.
-Ως δημιουργός, πώς αντιμετωπίζετε τις παθογένειες που χαρακτηρίζουν την Ελλάδα στον χώρο του πολιτισμού;
Η απαξίωση του πολιτισμού και της πνευματικής εργασίας, η αναξιοκρατία, η οικονομική επισφάλεια των καλλιτεχνών, η θεσμική αδιαφορία, αλλά και βαθύτερα νοσήματα όπως ο ρατσισμός, η έλλειψη παιδείας και η συλλογική κόπωση, μας ταλανίζουν χρόνια.
Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να φωτίσει την παθογένεια, να θεραπεύσει το άρρωστο στοιχείο. Μετατρέπει το τραύμα σε αφήγηση, το σκοτάδι σε εικόνα, την οργή σε ρυθμό, τη σιωπή σε κραυγή.
-Αν μπορούσατε να απευθυνθείτε στους πολιτικούς ηγέτες της χώρας, τι θα τους λέγατε για το πραγματικό νόημα του να «τιμάς» την ιστορία;
Η ιστορία δεν είναι κάτι νεκρό ή κλεισμένο στα βιβλία. Όταν την τιμάς, τη διατηρείς ζωντανή μέσα από πράξεις και επιλογές. Η μνήμη έχει αξία όταν ενεργοποιεί τη συνείδηση. Δεν τιμάς τους προγόνους σου επαναλαμβάνοντας τα λόγια τους, αλλά κατανοώντας γιατί τα είπαν.
Η πραγματική τιμή προς την ιστορία είναι να μην επαναλαμβάνεις τα σκοτεινά της σημεία.
Η ιστορία δεν είναι βάρος, είναι ρίζα. Αν την τιμάς σωστά, από αυτές τις ρίζες μπορεί να φυτρώσει κάτι νέο, πιο δίκαιο, πιο αληθινό. Να τιμάς την ιστορία σημαίνει να ζεις με επίγνωση.
- Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε σε όλους τους «άγνωστους ήρωες» - καλλιτέχνες, πολίτες, γυναίκες και άνδρες - που αγωνίζονται σιωπηλά για την Ελλάδα του σήμερα;
Ευχαριστούμε! Αν δεν είχαμε εσάς, θα ήμασταν ένα καράβι τσακισμένο στα βράχια.
Είστε οι ρίζες, η ταυτότητά μας.