«Τα μέτρα που λαμβάνουμε είναι έγκαιρα και στοχευμένα» επισημαίνει στη συνέντευξή του ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση απορρίπτει την πρόταση της αντιπολίτευσης για μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Αποκαλύπτει το εάν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για επιπλέον επιδοτήσεις στα ευάλωτα νοικοκυριά, τι άλλο περιλαμβάνει το σχέδιο της κυβέρνησης για τη στήριξή τους, ενώ εκφράζει την αισιοδοξία του για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας παρά τη δύσκολη διεθνή συγκυρία.
Στην Ντόρα Κουτροκόη
Κύριε υπουργέ, ανησυχείτε για την πορεία του δείκτη τιμών καταναλωτή και τις επιπτώσεις που έχει στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς;
Παρακολουθώ στενά το σύνολο των παραγόντων που επηρεάζουν την πορεία της οικονομίας και κατ’ επέκταση τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Για την τιμή του φυσικού αερίου ενημερώνομαι πολλές φορές μέσα στην ημέρα, το ίδιο και για την τιμή του πετρελαίου και τη σχέση ευρώ-δολαρίου. Ειδικά το φυσικό αέριο μας επηρεάζει εξαιτίας της πολύ μεγάλης αύξησης τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, καθώς συμπαρασύρει και την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Χαρακτηριστικά σάς αναφέρω πως το 2022 το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο αναμένεται να κοστίσουν πάνω από 6 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ. Εμείς, λοιπόν, με τα μέτρα που λαμβάνουμε, παρεμβαίνουμε έγκαιρα και στοχευμένα, καθώς βασική μας επιδίωξη είναι να προστατέψουμε τους καταναλωτές από τις υπέρμετρες αυξήσεις εξαιτίας της διεθνούς ενεργειακής κρίσης. Με προτεραιότητα στον ηλεκτρισμό, στη θέρμανση, στα ευάλωτα νοικοκυριά και στα σουπερμάρκετ, όπου δίνεται η μάχη του καλαθιού του νοικοκυριού.
Η αντιπολίτευση επιμένει να ζητεί μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα –έστω σε αυτά που περιλαμβάνονται στο «καλάθι του νοικοκυριού» και σε κάποια βασικά καθημερινά είδη– είναι κάτι που το αποκλείετε;
Η αντιμετώπιση της ακρίβειας που πλήττει το ευάλωτο αλλά και το μέσο νοικοκυριό είναι η απόλυτη προτεραιότητα της κυβέρνησης. Γι’ αυτό και όποτε δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος, οι πόροι διοχετεύονται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η λύση, ωστόσο, δεν βρίσκεται στην οριζόντια μείωση του ΦΠΑ. Κι αυτό, διότι σε περιόδους που παρατηρείται πίεση στους παράγοντες κόστους –όπως η τρέχουσα– μεγάλο μέρος της όποιας μείωσης του ΦΠΑ δεν μεταφέρεται, δυστυχώς, στον καταναλωτή. Αυτή η πρωτοβουλία θα είχε πολύ μικρότερη απόδοση στην «τσέπη» των καταναλωτών, από την άμεση οικονομική ενίσχυσή τους. Αν, π.χ., είχαμε να διαθέσουμε 100 εκατ. ευρώ, με τη μείωση του ΦΠΑ εκτιμώ ότι θα έφταναν στους πολίτες τα μισά ή και λιγότερα από τα μισά και ακόμα λιγότερα στα ευάλωτα νοικοκυριά. Συνεπώς, προτιμούμε –με όσα χρήματα διαθέτουμε– να βοηθούμε, απευθείας, τα νοικοκυριά, επιλέγοντας τα πιο ευάλωτα, αλλά και εκείνα που ανήκουν στη μεσαία τάξη.
Πότε αναμένεται η νομοθετική ρύθμιση για τον μηχανισμό ανάκτησης των υπερκερδών από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας; Σε τι ποσό υπολογίζονται τα έσοδα από τη φορολογία και πότε θα εισπραχθούν;
Με διόρθωση στον παρόντα μηχανισμό –νομοθετείται εντός των ημερών– θα μπορέσουμε να λάβουμε τα υπερέσοδα, τα οποία προκύπτουν από τη ραγδαία πτώση των τιμών, που δεν έχει προβλεφθεί με την ταχύτητα που συνέβη τους τελευταίους μήνες στα λεγόμενα futures. Το τελικό αποτέλεσμα για τον προϋπολογισμό θέλει, όμως, κάποιον χρόνο για να επέλθει, διότι βασική προϋπόθεση για τον υπολογισμό τους είναι να εκδοθούν από τους παρόχους οι απολογιστικοί λογαριασμοί για το σύνολο των καταναλωτών, δηλαδή να γίνει η τελική μέτρηση της πραγματικής κατανάλωσης. Μόνο έτσι θα προκύψουν τελικά και αδιαμφισβήτητα τα υπερέσοδα. Η μέτρηση αφορά εκατομμύρια καταναλωτές, γι’ αυτό απαιτεί χρόνο. Θα λάβουμε τα χρήματα, όπως γίνεται και με τον προηγούμενο υπολογισμό υπερεσόδων της αρχικής περιόδου που θα εισπραχθούν εντός των επόμενων εβδομάδων και προσεγγίζουν τα 400 εκατ. ευρώ, ενώ ήδη έχουμε εισπράξει πολύ μεγάλο ποσό μέσω του μηχανισμού, όπου η είσπραξη γίνεται αυτόματα.
Πόσο βέβαιοι μπορούμε να είμαστε ότι η Ελλάδα θα αποφύγει τον κίνδυνο της ύφεσης όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται;
Το σημαντικό επενδυτικό απόθεμα που έχει η Ελλάδα μάς κάνει να αισιοδοξούμε πως θα αποφύγουμε την ύφεση, ακόμη και αν αυτή πλήξει αρκετές χώρες της Ευρώπης, εξαιτίας της ανόδου των επιτοκίων στην ήπειρο και διεθνώς. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2021-2022 αυξήθηκαν κατά περίπου 30%, συγκριτικά με το 2019, και είχαν, προφανώς, θετική συμμετοχή στο ΑΕΠ, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν αρνητική. Το μεταρρυθμιστικό έργο μας οδήγησε σε ραγδαία βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει, στη σχετική κατάταξη του «Economist Intelligence Unit», την πρώτη θέση μεταξύ 82 χωρών. Εξέλιξη που οδήγησε στην άνοδο των επενδύσεων. Με το 90% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να είναι μπροστά μας για να το αξιοποιήσουμε, η ανοδική πορεία που ακολουθεί η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια προβλέπεται να συνεχιστεί, παρά την επιβράδυνση ή ύφεση στους κύριους εμπορικούς εταίρους μας και το 2023.
Ποιες είναι οι τελευταίες εξελίξεις που καταγράφονται στον τομέα της επενδυτικής βαθμίδας της Ελλάδας;
Απέχουμε ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα. Και η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές έλλειμμα στο 1,7% το 2022 θα μας οδηγήσει εντός του 2023 στην ανάκτησή της. Ωστόσο, εκτιμώ πως οι οίκοι αξιολόγησης θα τηρήσουν για κάποιο διάστημα στάση αναμονής, δεδομένης της ακραίας αβεβαιότητας –απόρροια της ενεργειακής κρίσης– που δυσκολεύει τη δημοσιονομική διαχείριση, και της πολιτικής αβεβαιότητας. Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όταν θα συμβεί, μέσα στο 2023, «ξεκλειδώνει» μία καινούργια οικονομική κατάσταση για τον δανεισμό, τα επιτόκια και γενικότερα την πορεία της ελληνικής οικονομίας και θα προσθέσει έναν σημαντικό βαθμό σταθερότητας στη χώρα. Είμαι αισιόδοξος για την πορεία της οικονομίας – και δεν είμαι ο μόνος. Η Κομισιόν προβλέπει επίσης ότι η Ελλάδα θα πάει καλύτερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ΑΕΠ φέτος και στα επόμενα δύο χρόνια. Το πιο δύσκολο μέρος της κρίσης, κατά τη γνώμη μου, έχει περάσει. Το μέλλον προδιαγράφεται πολύ καλύτερο για την ελληνική οικονομία από αυτά που ζήσαμε την τελευταία δεκαετία.