Ο σημαντικότερος interviewer της Ελλάδας, Θανάσης Λάλας, έχοντας συναντηθεί και συνομιλήσει με όλους τους κορυφαίους ανθρώπους του πλανήτη, ακολουθώντας πια και τα μονοπάτια της Τέχνης του, ως εικαστικός -της ζωγραφικής και της γλυπτικής, κυρίως- σε μία συναρπαστική συνέντευξη «φάρο» ζωής και «οδηγιών χρήσης» της καθημερινής μας ύπαρξης.

–Νομίζω πως αυτή την «βόλτα του μυαλού με την ψυχή», όπως τιτλοφορείται και η έκθεσή σας που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη Λευκωσία, ανέκαθεν την κάνατε – δεν συμβαίνει μόνο τώρα, στην Τέχνη σας…

Πάντα έτσι αντιμετώπιζα τη ζωή: Ως μία βόλτα, στην οποία αναζητώ το ενδιαφέρον κάθε φορά, σε κάθετί που κάνω. Και, δεν νομίζω, να διαφέρει πάρα πολύ αυτό που κάνω στη ζωγραφική με αυτό που έκανα στη δημοσιογραφία, ανεξάρτητα αν όλοι τότε το ονόμαζαν «δημοσιογραφία» αυτό και όλοι σήμερα το ονομάζουν «ζωγραφική» – για μένα, είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό που με ενδιαφέρει, επομένως, είναι να βρίσκω ένα εργαλείο και, μέσω αυτού, να εκφράσω αυτό που με απασχολεί και αυτό που αναζητώ. Για παράδειγμα, σε σχέση με τη δημοσιογραφία, πάντα πίστευα ότι κάνω ένα είδος λογοτεχνίας. Γιατί, στην πραγματικότητα, η δημοσιογραφία είναι λογοτεχνία! Έχει, βέβαια, κάποιους κανόνες, αλλά από εκεί και πέρα, όλο αυτό, έχει να κάνει με την Τέχνη του Λόγου, με κάτι που θα μεταφέρει κάποιος και που, όταν το διαβάσει κάποιος άλλος, θα ενδιαφερθεί περισσότερο γι’ αυτό. Έτσι το νιώθω.

–Όταν δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον κάπου, φεύγετε;

Η εξόρυξη πραγμάτων που με αφορούν, είναι εξόρυξη πραγμάτων που δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή και ανακαλύπτω με το που μπαίνω μέσα σε αυτό το σκοτάδι, μέσα σε αυτό το άγνωστο, και ψάχνω για να βρω κάτι που να με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είμαι ένας άνθρωπος που ξέρω πως όλα αυτά τα πράγματα που έχουμε γύρω μας δεν είναι πράγματα που τα γνωρίζουμε, κι έτσι προσπαθώ, μέσω της άγνοιας, να ανακαλύπτω αυτά που υπάρχουν και δεν τα βλέπουμε. Άλλωστε, ο καλλιτέχνης ή ο δημιουργός, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά ένας «τυφλός» άνθρωπος, που ζει και δημιουργεί ως τυφλός, για να ανακαλύψει πράγματα που στην πραγματικότητα δεν τα έβλεπε. Ως άνθρωποι που δεν γνωρίζουμε προχωράμε. Κι αν θεωρήσουμε τους εαυτούς μας γνώστες, τότε στην πραγματικότητα αποφασίζουμε έναν πρώιμο θάνατο. Όποιος άνθρωπος δηλώνει ότι «γνωρίζει», ουσιαστικά δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να δηλώνει ότι τώρα πια δεν έχει κανένα λόγο για να ζει.

–Μία ερώτηση που κάνατε συνήθως στους πέντε περίπου χιλιάδες κορυφαίους συνεντευξιαζόμενους σας, είναι αυτή: «Τι είναι το ταλέντο;». Λοιπόν; Τι απαντάτε εσείς, σήμερα, σε αυτή την ερώτηση;

Το ταλέντο είναι ένα ανεξήγητο ενδιαφέρον που έχει ένας άνθρωπος για πράγματα τα οποία υπάρχουν γύρω του και θέλει να τα ανακαλύψει, να τα αγγίξει. Και μπορεί να μετατρέψει αυτό το πάθος του, σε τρόπο ζωής. Ταλέντο, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να συνδυάζεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Το ταλέντο αποδίδει ως τρόπος ζωής, δεν αποδίδει ως «ιδέα». Τι θέλω να πω; Ότι αυτό το πράγμα το οποίο μας απασχολεί πάρα πολύ χρειάζεται πειθαρχία και συνεχή γνώση για να μπορέσει να φανεί η ουσία του, δηλαδή αυτό το οποίο κρύβει – αν δεν αλλάξει ο τρόπος ζωής, η δημιουργική αυτή επένδυση δεν υπάρχει. Δεν υπάρχουν ταλέντα τα οποία από μόνα τους υπάρχουν και κυκλοφορούν· το ταλέντο θέλει συγκεκριμένες συνθήκες για να φανεί. Κι ίσως να είναι το ίδιο το ταλέντο αυτές οι συνθήκες· η ικανότητά σου, δηλαδή, να μπεις μέσα σ’ αυτές.

–Πόσες φορές αλλάξατε εσείς τον τρόπο ζωής σας, προκειμένου να διατηρήσετε μέσα σας αυτό το πάθος για τον κόσμο γύρω σας;

Από τη μέρα που άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι κάτι άλλο με απασχολεί από αυτό στο οποίο η οικογένειά μου ή η καταγωγή μου με οδηγούσε, είχα αποφασίσει ότι αυτό που με γοήτευε ως τρόπος ζωής, ήταν ο τρόπος ζωής ενός καλλιτέχνη και, πιο συγκεκριμένα, ενός συγγραφέα. Με τον καιρό, κατάλαβα ότι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνει, γιατί προηγείτο η επιβίωση. Μέχρι που κάποιος πολύ σπουδαίος συγγραφέας, ο Στρατής Τσίρκας, ο οποίος με καθόρισε στη ζωή, μου είπε πως αυτό που κάνω είναι γραφή, και άρχισα να ασχολούμαι μ’ αυτό – αν δεν είχα συναντηθεί με αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα ήμουν ίδιος, γιατί μου έδωσε μια διαφορετική προοπτική της ζωής, μία άλλη υπόσταση. Μου έμαθε να σέβομαι το πνευματικό έργο και να λειτουργώ με έναν τρόπο που να είναι λυτρωτικός – και για μένα, αλλά και για την ίδια τη ζωή. Κι έτσι, σιγά σιγά, απελευθερώθηκα και άρχισα να δημιουργώ πράγματα τα οποία θαύμαζα, χωρίς να φοβάμαι. Ίσως και ταλέντο, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί να είναι και αυτή η έλλειψη φόβου, η δυνατότητα ελευθερίας που έχουμε να υπερασπιζόμαστε αυτό που κρύβεται μέσα μας, να του δίνουμε σάρκα και οστά, δηλαδή να το κάνουμε έργο.

–Αυτή η έλλειψη φόβου ανέκαθεν σας χαρακτήριζε;

Από τότε που παίρνατε το αεροπλάνο και ταξιδεύατε, για μία μόνο μέρα, στην Αμερική ή στην Άπω Ανατολή, προκειμένου να συναντήσετε έναν σημαντικό, παγκοσμίου φήμης, συγγραφέα ή σκηνοθέτη; Αυτό, λοιπόν, που λέτε, που συνέβαινε ακριβώς έτσι, δεν το έκανα επειδή εγώ ήμουν πιο έξυπνος απ’ τους άλλους. Συνέβαινε επειδή εγώ τολμούσα! Θυσίασα αρκετά από αυτά που οι άλλοι τα έκαναν αυτοκίνητα, σπίτια, κότερα, για να πάω να συναντήσω αυτόν στον οποίο με οδηγούσε το όνειρό μου. Σε μια εποχή που όλοι τριγύρω έλεγαν -και λένε- πώς να συσσωρεύσεις χρήματα, πώς να γίνεις ένας «πλούσιος» σε υλικά αγαθά άνθρωπος, εγώ υπηρετούσα αυτό στο οποίο με οδηγούσε το μυαλό μου και η αίσθησή μου. Αυτό, το καταλαβαίνω, δύσκολα θα μπορούσε να το κάνει κάποιος άλλος άνθρωπος, γιατί δύσκολα οι άνθρωποι αποφασίζουν να ρισκάρουν στη ζωή τους – όμως, εγώ το έκανα. Υπήρξα ένας άνθρωπος που έπαιρνα αρκετά χρήματα, που ζούσα πάρα πολύ άνετα, άρα θα μπορούσα να είχα κάνει μια υλική συσσώρευση και να μην ακολουθήσω το όνειρό μου. Όμως, λειτούργησα διαφορετικά.

–Με συγχωρείτε, αλλά όλα αυτά τα ταξίδια που κάνατε προκειμένου να συναντήσετε τόσους σημαντικούς ανθρώπους σε όλη τη Γη, δεν τα πλήρωναν οι Εκδοτικοί Οργανισμοί στους οποίους εργαζόσασταν;

Στο «Βήμα» πλήρωνα μόνος μου τα ταξίδια, στις αρχές. Δεν υπήρχε, εξάλλου, αυτού του είδους η κουλτούρα – ένα Μέσο από την Ελλάδα, να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, και να αντιδρά όπως αντιδρά η «El Pais» που πουλούσε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα. Δεν το έκαναν επίτηδες οι άνθρωποι, αλλά δεν έβγαινε οικονομικά. Κι ας πουλούσε τότε η εφημερίδα 300 χιλιάδες αντίτυπα, σε όλη την Ελλάδα! Παρόλ’ αυτά, η πραγματοποίηση αυτών των συνεντεύξεων που αποφάσισα να κάνω, ήταν ένα τεράστιο κόστος. Αλλά, είχα αποφασίσει πως αυτό θα το αναλάμβανα εγώ! Εξού και έχω τα δικαιώματα αυτών των συνεντεύξεων που πήρα. Είχα, επίσης, μαζί μου έναν άνθρωπο που φωτογράφιζε κι έναν άνθρωπο που τράβαγε βίντεο – όλα αυτά ήταν ένα επιπλέον κόστος, στο ήδη μεγάλο κόστος. Όταν πια μετά αυτό το unique υλικό άρχισε να αποδίδει και κυκλοφοριακά πλέον, κατάφερα να παίρνω κάποια χρήματα. Επίσης, μην ξεχνάτε πως εξαρχής εγώ διάλεγα πρόσωπα που οι περισσότεροι τα θεωρούσαν «ούφο», για να μην σας πω «άγνωστα». Είναι χαρακτηριστική η κουβέντα που είχα κάνει με τον Σταύρο Ψυχάρη, το 1993, όταν του είπα πως θα πάω να κάνω συνέντευξη στον Norman Foster, τον κορυφαίο παγκοσμίως αρχιτέκτονα, και μου είπε: «Μα, είσαι τρελός, βρε Λάλα; Δεν πας να κάνεις τον Βοσκόπουλο; Περισσότεροι θα διαβάσουν τον Βοσκόπουλο!». Όταν αργότερα ο Foster έγινε πασίγνωστος, με διεθνή βραβεία, με φώναξε και μου είπε: «Μα, πού τον ήξερες αυτό τον τύπο;». Γενικά, υπήρξε, στην πορεία, ένα πλαίσιο προσώπων τα οποία οι περισσότεροι άνθρωποι τα μάθαιναν μέσω εμένα, διότι ήξεραν τις επιλογές μου, και καταλάβαιναν πως «για να ασχολείται ο Λάλας μ’ αυτόν, κάτι σημαίνει». Κι έτσι, ο περισσότερος κόσμος διάβαζε συνεντεύξεις «αγνώστων», ανθρώπων που δεν τους γνώριζαν, οι οποίοι όμως ήταν εξαιρετικά σημαντικοί. Με αυτό τον τρόπο έφτιαξα μια «πινακοθήκη» σπουδαίων ανθρώπων που έδιναν πρωτότυπες, face to face συνεντεύξεις, στο «Βήμα», ανθρώπων που μέχρι τότε έδιναν συνεντεύξεις μόνο σε Μέσα όπως οι «New York Times», ο «Guardian», η «Corriere della Sera», ο «Observer» ή η «La Repubblica». Δεν περιαυτολογώ, αλλά νομίζω πως είμαι από τους λίγους ανθρώπους που αυτοί οι τόσο σημαντικοί στον κόσμο άνθρωποι δέχτηκαν να μιλήσουν, για ένα ελληνικό έντυπο– ακόμη κι ο ίδιος σήμερα απορώ μ’ αυτό!

–Θα σας εξομολογηθώ κάτι που έχω κάνει εγώ και, είμαι βέβαιος, και πολλοί άλλοι: Μπροστά στο γραφείο μου έχω ένα μεγάλο ντοσιέ, που απέξω γράφει «Λάλας» και μέσα έχω φυλαγμένες δεκάδες συνεντεύξεις σας που κάνατε σε ανθρώπους που ούτε εγώ γνώριζα και ανακάλυπτα στην πορεία, μέσω εσάς…

Όλα αυτά γίνονταν μέσα σε μία τρέλα ενδιαφέροντος, δεν υπήρχε κάποιου είδους βοήθεια. Δυστυχώς, σήμερα οι συνεντεύξεις έχουν γίνει πολύ φαίνεσθαι. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; Πως τα νέα παιδιά, και όχι μόνο, περισσότερο νοιάζονται να πούνε με ποιον έκαναν μία συνέντευξη παρά τι είπε αυτός ο άνθρωπος στη συνέντευξη. Το σοβαρό, για μένα, ήταν τι θα μου έλεγε στη συνέντευξή μας ο Robert De Niro, τι θα μου «έδινε», κι όχι να πω ότι «πήγα και συνάντησα τον Robert De Niro, την Jessica Lange, τον Gérard Depardieu». Εγώ, είχα αγωνίες προσωπικές – γι’ αυτό πήγαινα να συναντήσω αυτούς τους ανθρώπους, για να τις συζητήσουμε μαζί. Δεν θέλησα ποτέ να πάρω τον τίτλο του ανθρώπου που «πήγε και συνάντησε εκατό διάσημους ανθρώπους». Διάβαζα πρόσφατα συνεντεύξεις που πήρα από 30 διάσημους αρχιτέκτονες, για κάτι που θέλω να κυκλοφορήσω, και προσωπικά εγώ, που πήρα τη συνέντευξη, διάβαζα κάτι που είπε ο Foster κι έκλαιγα! Μ’ αυτά που μου έλεγε τότε, που αλλιώς μου «μιλάνε» σήμερα που τα ξαναδιαβάζω. Στα μεγαλύτερα προβλήματα της ζωής μου, ή, αν θέλετε, στηνδιαχείρισή τους, βρήκα λύσεις μέσα από τις συναντήσεις που έκανα με όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους. Επίσης, κάτι άλλο που έκανα με όλους αυτούς τους ανθρώπους, είναι πως ποτέ δεν πήγα να τους συναντήσω για να τους ρωτήσω πώς έκαναν έναν πίνακα, πώς έπαιξαν σε μια ταινία που πήρε Νόμπελ, ή πώς δημιούργησαν ένα κλασικό θεατρικό έργο. Δεν με ενδιέφεραν αυτά! Αφού έχετε στο γραφείο σας τις συνεντεύξεις, θα έχετε διαπιστώσει πως ελάχιστα πράγματα ρωτάω για το έργο αυτών των ανθρώπων– το οποίο, ήταν πραγματικά σπουδαίο! Γιατί; Γιατί θεωρώ πως αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει σε σχέση με το έργο, είναι το ίδιο το έργο και όχι ο άνθρωπος. Όποιος θέλει να μάθει κάτι για τον «Νονό» πάει και βλέπει τον «Νονό», δεν θα πήγαινα στον Francis Ford Coppola για να τον ρωτήσω «πώς κάνατε τον “Νονό”;». Είναι αστείες αυτές οι ερωτήσεις. Θα ήταν σα να πήγαινα στον Diego Maradona και να τον ρωτούσα: «Θυμάστε τότε εκείνο το γκολ; Πώς το βάλατε;». Για να περιγράψει τι; Το γκολ το βλέπεις και το χαίρεσαι, δεν περιγράφεται. Όπως δεν περιγράφονται και τα έργα Τέχνης. Αυτό, όμως, που είχε για μένα σημασία ήταν να ρωτήσω τον Maradona πώς, ενώ ήταν μπροστά σε ένα βουνό από «χρυσάφι» δημιούργησε αυτή την καταστροφική διάθεση στον εαυτό του, πώς αυτός ο άνθρωπος επιτέθηκε στο ταλέντο του.

–Και τι σας απάντησε;

Ακούστε, λοιπόν, τι μου είπε ο Maradona τότε: «Χρειάζεται η φήμη να γίνει πανεπιστημιακό μάθημα. Γιατί γίνεται καταστροφική, όταν δεν ξέρεις πώς να τη διαχειριστείς. Κι όταν κερδίζεις λεφτά, πρέπει επίσης να ξέρεις τι να τα κάνεις αυτά τα λεφτά. Αλλιώς σε καταστρέφουν κι αυτά!». Όλα αυτά τα έμαθα συνομιλώντας με όλους αυτούς τους ανθρώπους, δεν τα ήξερα – κι αυτά μόνο με ενδιέφεραν να μάθω.

–Νομίζετε πως εσείς διαχειριστήκατε σωστά, τη μεγάλη φήμη που είχατε στη ζωή σας;

Τα λάθη είναι το βασικό υλικό για το οποίο κάποιος αποθεώνεται. Και, μπορείς, με τα λάθη σου, να κάνεις ένα πραγματικά σπουδαίο έργο! Πολλοί άνθρωποι νομίζουν πως η σωστή διαχείριση της φήμης γίνεται με την αποφυγή του λάθους. Όχι. Η σωστή διαχείριση γίνεται με τη διαχείριση του λάθους. Γιατί όλοι θα κάνουμε λάθη. Σημασία έχει πόσο ένδοξα γίνονται τα λάθη μας, από τον τρόπο με τον οποίο τα μεταχειριζόμαστε. Επίσης, αυτό που έμαθα συζητώντας μ’ αυτούς τους κορυφαίους στην Τέχνη τους ανθρώπους, είναι πως πολλοί άνθρωποι αλλάζουν τρόπο ζωής λόγω της φήμης τους, κι από εκεί που ζούσαν π.χ. με δύο χιλιάδες ευρώ, για να σας το πω πρακτικά, ξαφνικά βρίσκονται να ζουν με δέκα χιλιάδες ευρώ – αυτό, λοιπόν, είναι μία μεγάλη ήττα! Γιατί η ζωή σου πρέπει να είναι σταθερή, να μην κινδυνεύει, ανά πάσα στιγμή, στις μεταλλάξεις που θα κάνει η ίδια η ζωή. Κανείς δεν είναι μόνιμα ευτυχισμένος, κανείς δεν είναι μόνιμα καλά αμειβόμενος, κανείς δεν είναι μόνιμα κερδισμένος. Γιατί ο κερδισμένος είναι ήδη υποψήφιος στις επόμενες ήττες του. Κι ο ηττημένος είναι, απ’ την άλλη, ήδη υποψήφιος στις επόμενες νίκες του. Η ζωή έχει αυξομειώσεις. Κι έτσι, δεν πρέπει η βάση να αλλάζει, βάσει της νέας σου κατάστασης. Γιατί τότε θα τα χάσεις όλα, και θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα μπορείς να ανταπεξέλθεις. Εγώ, λοιπόν, δεν άλλαξα ποτέ «κατηγορία», κι ήξερα πάντα από που προέρχομαι: Ήμουν ο γιος της Άννας και του Κώστα, που έμεναν στα Ιλίσια, και γνώριζα ανέκαθεν ότι ήταν πραγματικά κάτι μαγικό να πετύχω όσα πέτυχα στη ζωή μου συναντώντας όλους αυτούς τους ανθρώπους που συνάντησα. Καταλάβαινα ότι είμαι τυχερός, πως μου έτυχαν κάποια πράγματα, και πως έπρεπε να είμαι συνεχώς ευγνώμων γι’ αυτά. Κι έτσι συνεχίζω αυτή την προσπάθεια. Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος – ακόμα και στα δύσκολά μου, ακόμα και στις καταστροφές μου.

–Μα, τι υπέροχα που τα λέτε!

Έτσι τα έζησα! Δεν σας λέω κάτι που δεν έχω ζήσει. Κι έτσι σας τα διηγούμαι. Κυνηγούσα πάντα στη ζωή μου τους ανθρώπους που ήταν πιο έξυπνοι από μένα, που κατείχαν μυστικά που εγώ αγνοούσα. Ο Norman Mailer, ο Philip Roth, ο José Saramago, η Sylvie Guillem, ο Mikhail Baryshnikov κ.ά., ήταν φροντιστήρια ζωής για μένα, δηλαδή φρόντιζαν τη δική μου τη ζωή. Ακόμη και τώρα, με τη ζωγραφική -ζώντας μία πολυκοσμική μοναχικότητα-, μαθαίνω κάθε μέρα πράγματα που αφορούν τον εαυτό μου. Χαίρομαι που πηγαίνουν καλά τα έργα μου, χαίρομαι που αρέσουν, χαίρομαι που οι άνθρωποι τα παίρνουν και τα κρεμάνε στους τοίχους τους, χαίρομαι που μπαίνουν στα μουσεία, αλλά αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για μένα είναι εκείνο που απολαμβάνω την ώρα που κάνω ένα έργο. Όπως κι αυτό που με συναρπάζει σε μία συνέντευξη, είναι εκείνο που μου συμβαίνει την ώρα που κάνω μια συνέντευξη! Χαίρομαι που και τα έργα μου και τα βιβλία μου και οι συνεντεύξεις μου αφορούν και άλλους ανθρώπους και τους βάζουν σε μία περιπέτεια. Αλλά, θέλω να είμαι ειλικρινής: Το πρώτο και το κυριότερο σ’ αυτή την ιστορία, είναι η δική μου χαρά. Δεν δήλωσα ποτέ «ζωγράφος», δεν δήλωσα ποτέ «δημοσιογράφος», δεν δήλωσα ποτέ «συγγραφέας»… Κάνω κάτι. Κι αισθάνομαι ότι οφείλω στους ανθρώπους που αγοράζουν τα έργα μου, που διαβάζουν τις συνεντεύξεις μου ή που αγοράζουν τα βιβλία μου. Γιατί αυτοί μου δίνουν την δυνατότητα να υπάρχω, να συνεχίζω να κάνω αυτό που έχω μέσα στο μυαλό μου, να ψάχνω και να παρουσιάζω πράγματα. Δεν ήμουν ποτέ «τουρίστας» στα ταξίδια μου, δεν με ενδιαφέρει να δω αξιοθέατα. Με ενδιαφέρει να δω ανθρώπους, ζωές, να ακούσω ιστορίες κι αφηγήσεις. Δεν λέω πως αυτός πρέπει να είναι ο κώδικας της ζωής– σας περιγράφω πώς το σκέφτομαι εγώ και πώς έζησα εγώ. Ξέρω, απ’ την άλλη, πως όλο αυτό που σας περιγράφω έχει τέλος. Πως, κάποια στιγμή, θα περάσουμε στην ανυπαρξία και πως οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να τρώνε, να πίνουν καπουτσίνο με δύο ζαχαρίνες, να ερωτεύονται, και πως εγώ πια δεν θα μπορώ να συμμετάσχω σε αυτό το «παιχνίδι». Σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον «παιχνίδι» της ζωής, μέχρι να γίνει ματαιότητα. Με παρηγορεί -έστω και ως ψευδαίσθηση στη ζωή μου-, στο να αντιμετωπίσω την ανυπαρξία που έρχεται, όταν δεν θα είμαι πια παρών, το γεγονός ότι κάποιος θα διαβάσει κάτι από μια συνέντευξή μου στο μέλλον και θα παρηγορηθεί, ότι θα δει ένα μικρό εργάκι μου και θα αισθανθεί κάτι, ότι θα έχει μια χαρτοπετσέτα από μένα που την κράτησε και δεν σκούπισε μ’ αυτήν τις λαδιές του.

–Θα ‘θελα να κλείσουμε με μία ερώτηση που συνηθίζετε να κάνετε κι εσείς στις συνεντεύξεις σας: Ποιο είναι το νόημα της ζωής, κύριε Λάλα; Τι καταλάβατε;

Το νόημα της ζωής είναι να λειτουργείς με ένα παρόν, σε ένα δεδομένο που δεν έχει κανένα μέλλον – πρέπει να δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτό που μπορείς να ζεις αυτή τη στιγμή. Οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτονται το μέλλον, είναι άνθρωποι οι οποίοι χάνουν τη ζωή τους.

–Προσδιορίστε μου, παρακαλώ, και τι είναι ευτυχία για εσάς…

Ευτυχία, για μένα, είναι να μπορώ -για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα γίνεται- να συνεχίζω να «παίζω» στη ζωή μου και να είμαι πάντοτε παρών στο «παιχνίδι» αυτό.

Πηγή: philenews.com