Η εικόνα ενός πατέρα που αρνείται τροφή και νερό μπροστά στη Βουλή, ζητώντας άδεια για την εκταφή της σορού του παιδιού του, δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο – αν και ο ίδιος δεν έχει υποβάλει αίτημα εκταφής στα αρμόδια δικαστήρια. Ο Πάνος Ρούτσι, πατέρας του αδικοχαμένου Ντένι Ρούτσι, ενός από τα 57 θύματα της τραγωδίας των Τεμπών, βρίσκεται από την περασμένη Δευτέρα σε απεργία πείνας και δίψας στο Σύνταγμα. Στο πλευρό του βρέθηκε από την πρώτη στιγμή πλήθος πολιτών, φίλων, περαστικών που σταματούν για να του σφίξουν το χέρι, να του ευχηθούν δύναμη και κουράγιο, να μοιραστούν μαζί του λίγα λόγια συμπαράστασης.
Ωστόσο, πίσω από τη συγκίνηση που προκαλεί η εικόνα, αναδύεται σταδιακά ένα γνώριμο σκηνικό: αυτό της πολιτικής εκμετάλλευσης. Τα δύο πολιτικά άκρα, από την ακροδεξιά μέχρι την ακροαριστερά, βρήκαν στην παρουσία του χαροκαμένου πατέρα την ευκαιρία να προβάλουν τα δικά τους συνθήματα και να αναβιώσουν το κλίμα των «πάνω και κάτω πλατειών». Μιας περιόδου που έχει αφήσει βαρύ αποτύπωμα στη δημόσια ζωή, αφού η οργή και η αγανάκτηση μετατράπηκαν σε γόνιμο έδαφος για κάθε είδους λαϊκισμό, που έφερε τη χώρα μας ένα βήμα πριν από τη χρεοκοπία.
Από τη μία πλευρά, «γκρουπούσκουλα» της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εμφανίστηκαν στο σημείο, δηλώνοντας ότι «το σύστημα συγκαλύπτει» και πως «μόνο το λαϊκό κίνημα μπορεί να αποτρέψει νέα Τέμπη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και βουλευτές του ΚΚΕ, όπως ο Γιάννης Δελής και ο Χρήστος Κατσώτης, που επισκέφθηκαν τον Πάνο Ρούτσι για να εκφράσουν τη συμπαράσταση του κόμματός τους. Στις δηλώσεις τους τόνισαν ότι «το ίδιο το σύστημα έχει συμφέρον στη συγκάλυψη» και πως «καμία κυβέρνηση αστικής διαχείρισης δεν μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια στον λαό».
Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψαν οι παρουσίες πολιτικών της λεγόμενης αντισυστημικής Δεξιάς, που έσπευσαν να μιλήσουν για «προδοσία του κράτους» και «συστημική συνωμοσία». Η ρητορική τους κινείται στη γνωστή γραμμή της καχυποψίας, με αναφορές σε «κρυφές αλήθειες» και «ευθύνες που κρύβονται». Στόχος τους να αξιοποιήσουν τον πόνο ενός πατέρα για να συντηρήσουν το δικό τους αφήγημα, το οποίο παραμένει σταθερά προσανατολισμένο στην καλλιέργεια φόβου και δυσπιστίας.
Το Σύνταγμα –μια ακόμα φορά– μετατρέπεται έτσι σε σκηνικό πολιτικής αντιπαράθεσης, όπου η προσωπική τραγωδία ενός ανθρώπου γίνεται το φόντο για ιδεολογικά συνθήματα. Στην πλατεία εμφανίστηκαν επίσης αντιπροσωπείες από εργατικά συνδικάτα και φοιτητικούς συλλόγους, που δεσμεύθηκαν να «κρατήσουν ζωντανό το ζήτημα των Τεμπών». Οι φοιτητικοί σύλλογοι, με έντονη παρουσία, δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν «μέχρι τέλους για να αποδοθούν όλες οι πολιτικές και ποινικές ευθύνες», αναρτώντας το σύνθημα «τα κέρδη τους ή οι ζωές μας».
Την ίδια ώρα, η Μαρία Καρυστιανού έσπευσε να σταθεί στο πλευρό του κ. Ρούτσι λέγοντας: «Πείτε μου για μια χώρα στην Ευρώπη, στην Αμερική που να κάθεται γονέας που έχει θάψει το παιδί του, που του το σκότωσε το κράτος να ξεκινάει απεργία πείνας, να διακινδυνεύει τη ζωή του για το δικαίωμα της εκταφής. Γιατί έχουμε δικαίωμα στην εκταφή. Έχουμε δικαίωμα να κάνουμε εκταφή και υποχρέωση να κάνουμε εκταφή, γιατί δεν ξέρουμε τι έχουμε θάψει».
Είναι εμφανές ότι ορισμένοι επιχειρούν να αξιοποιήσουν επικοινωνιακά και πολιτικά μια τραγική φιγούρα, του πατέρα ενός θύματος του τραγικού δυστυχήματος, προκειμένου να ενεργοποιήσουν τα κοινωνικά αντακλαστικά.
Το ίδιο δηλαδή που είχε συμβεί το 2014 με την «πάνω πλατεία» και την «κάτω πλατεία», όταν τότε ενώθηκαν σε έναν άτυπο, αλλά εξαιρετικά επικίνδυνο, συμβιβασμό της αγανάκτησης, με αποτέλεσμα να αναδειχθούν πολιτικές δυνάμεις που στηρίχτηκαν σε ακραία συνθήματα και υποσχέσεις.
Σήμερα, η τραγωδία των Τεμπών κινδυνεύει να παίξει ανάλογο ρόλο: να μετατραπεί από ζήτημα απονομής δικαιοσύνης και θεσμικής λογοδοσίας σε εργαλείο για την καλλιέργεια ενός νέου κύματος αντισυστημικής ρητορικής. Οι πολίτες που σπεύδουν να συμπαρασταθούν στον Πάνο Ρούτσι δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν την εκμετάλλευση. Η παρουσία τους εκφράζει απλώς την ανθρώπινη ανάγκη να σταθούν δίπλα σε έναν άνθρωπο που δοκιμάζεται. Ομως, η οργανωμένη παρουσία κομματικών μηχανισμών και ομάδων που επιδιώκουν να βγάλουν πολιτικό κέρδος από τον πόνο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η μετατροπή του σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά υπονομεύει την οποιαδήποτε προσπάθεια απόδοσης ευθυνών και τιμωρίας ενόχων – απονομής δικαιοσύνης δηλαδή από τους δικαστές και όχι από την πλατεία…