Ο χρονοκόφτης μπήκε στη Βουλή. Τώρα υπάρχει όριο στο πόσο μπορούν να μιλούν οι ατέρμονες ομιλητές. Κάποιοι το θεωρούν καταπίεση. Άλλοι, αναγκαίο μέτρο για να μην εξαντληθεί η αίθουσα και οι ακροατές. Η Βουλή αποφάσισε ότι τα λόγια πρέπει να έχουν τέλος, ακόμα κι αν κάποιοι φαίνεται να ζουν για να μιλούν ασταμάτητα.

Υπήρξαν μερικοί ηγέτες που μιλούσαν ασταμάτητα για ώρες. Ο Στάλιν αφηγούνταν στρατηγικές λεπτομέρειες με τέτοιο ζήλο που κανείς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ο Μάο Τσε Τουνγκ συνέδεε ποίηση και πολιτική μιλώντας για τέσσερις συνεχόμενες ώρες χωρίς διάλειμμα. Ο Φιντέλ Κάστρο υπερέβαινε κάθε προηγούμενο στις πολύωρες δημόσιες ομιλίες του, χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όπου μίλησε στον ΟΗΕ σχεδόν πέντε ώρες συνεχόμενα. Κάθε λέξη ήταν δοκιμασία υπομονής για τους ακροατές, και κανείς δεν τολμούσε να διακόψει.

Σήμερα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου φαίνεται να ζει για τις ατέρμονες ομιλίες της. Αρνείται τον χρονοκόφτη, παρεμβαίνει όπου μπορεί και μοιάζει να πιστεύει ότι η διάρκεια των ομιλιών της την μετατρέπει σε σύγχρονη Στάλιν, Μάο ή Κάστρο. Δεν την ενδιαφέρει η ουσία της πολιτικής. Θέλει μόνο να μιλάει, και κάθε λεπτό που περνάει της δίνει την ψευδαίσθηση της δύναμης. Η αίθουσα αδειάζει από υπομονή, αλλά η ίδια συνεχίζει ακάθεκτη.

Οι ατέρμονες ομιλίες της είναι θρίαμβος του λόγου χωρίς νόημα. Ο χρόνος όμως δεν ανήκει στον ομιλητή. Η υπομονή των ακροατών τελειώνει γρήγορα, και κανένας μονολόγος, όσο μεγαλόπρεπος κι αν είναι, δεν αντικαθιστά την πράξη. Ο χρονοκόφτης υπενθυμίζει αυτό που κάποιοι φαίνεται να έχουν ξεχάσει: η πολιτική δεν κρίνεται στις λέξεις που δεν τελειώνουν, αλλά στα αποτελέσματα που παράγονται.

Και αν η ιστορία των μεγάλων ηγετών διδάσκει κάτι, είναι ότι οι ώρες λόγου δημιουργούν εντύπωση αλλά ποτέ ουσία. Στη σύγχρονη Βουλή, το μάθημα είναι σαφές: τελειώνει η εποχή των μονόλογων. Οι λέξεις έχουν τέλος. Η πολιτική πρέπει να προχωράει.