Δεν υπάρχει Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται στον κόσμο, που να μην έχει ζήσει το ιερό τελετουργικό του «τάπερ από τη μαμά». Είναι εκείνο το πλαστικό κουτί που κουβαλάει κάτι πολύ περισσότερο από φαγητό. Κουβαλάει μια ολόκληρη κουλτούρα, ένα άγραφο «ευαγγέλιο» φροντίδας και τελετουργικού, απέραντη αγάπη που δεν λέγεται με λόγια, αλλά με γεύσεις και μυρωδιές.

Κάθε φορά που επιστρέφουμε στο πατρικό μας – είτε για λίγες ώρες είτε για μια ολόκληρη μέρα – η μαμά θα ρωτήσει: «Να σου δώσω κάτι να πάρεις μαζί σου;» Και φυσικά δεν περιμένει απάντηση. Ήδη έχει βάλει στο ψυγείο τέσσερα διαφορετικά τάπερ. Γεμιστά. Παστίτσιο. Φασολάκια...ίσως και το  γλυκό που αγαπούσες από παιδί. Το καθένα με μια δόση υπερβολής, γιατί «να έχεις να φας, παιδάκι μου...».

Αυτό το «παιδάκι μου» δεν αλλάζει, ακόμα κι αν έχουμε ήδη δικά μας παιδιά, ακόμα κι αν έχουμε ασπρίσει. Για τη μάνα, πάντα θα είμαστε εκείνο το μικρό πλάσμα που χρειάζεται φροντίδα, στοργή και ένα πιάτο φαΐ από τα χέρια της.

Στην Ελλάδα, η οικογένεια δεν είναι απλώς ένας θεσμός  αλλά το τεράστιο καταφύγιο. Είναι η αέναη «κλωστή» που μας δένει με το ποιοι είμαστε...και τα τάπερ είναι η πιο γλυκιά, καθημερινή απόδειξη αυτής της άρρηκτης σχέσης. Δεν είναι απλώς μια συνήθεια, είναι μια πράξη αγάπης. Μια προέκταση της καρδιάς της μάνας, που πάντα ανησυχεί αν τρώμε καλά, αν προλαβαίνουμε να μαγειρέψουμε, αν μας λείπει κάτι.

Ακόμη κι όταν βρισκόμαστε μακριά, σε άλλη πόλη ή ακόμη και σε άλλη χώρα, τα τάπερ βρίσκουν τον δρόμο τους. Έρχονται με βαλίτσες, με λεωφορεία, με φίλους, με όποιον τρόπο βρεθεί. Κάποιες φορές γελάμε με αυτή τη μανία, όμως βαθιά μέσα μας ξέρουμε πως αυτά τα ταπεινά σκεύη είναι δεσμοί αίματος. Είναι το σ’ «αγαπώ» που δεν ειπώθηκε, αλλά μαγειρεύτηκε με αγωνία και δοθηκε με χαμόγελο. Γιατί στην ελληνική νοοτροπία, η αγάπη δεν είναι ποτέ ουδέτερη ή απόμακρη. Είναι παρεμβατική, παρούσα, μεριμνητική. Είναι η αγάπη που ρωτά κάθε μέρα «έφαγες;» πριν καν ρωτήσει «πώς είσαι;».

Σε έναν κόσμο που τρέχει, που αλλάζει, που απομακρύνει τις οικογένειες και τις κάνει πιο ανεξάρτητες αλλά πιο μόνες, τα τάπερ της μαμάς παραμένουν ένας μικρός φάρος σταθερότητας. Μια υπενθύμιση πως κάπου, κάποιος σκέφτεται ακόμα το αν πεινάμε, αν ξεκουραστήκαμε, αν ζούμε καλά. Και αυτός ο κάποιος έχει πρόσωπο, είναι η παρούσα μάνα...

Οπότε, την επόμενη φορά που θα ανοίξεις το τάπερ και θα σε χτυπήσει το άρωμα της κανέλας στα σουτζουκάκια ή του άνηθου στο πρασόρυζο, να θυμάσαι πως δεν τρως απλώς φαγητό. Τρως μνήμη, ιστορία, Ελλάδα και κυρίως αγάπη μέσα σε ένα πλαστικό κουτί με καπάκι που πάντα η μάνα σου ζητά «να το φέρεις πίσω», αλλά ποτέ δεν χρειάζεται να το επιστρέψεις για να πάρεις κι άλλο....