Το νέο σχέδιο σωτηρίας της «Αυγής» και του ραδιοσταθμού Στο Κόκκινο παρουσιάστηκε από τον Σωκράτη Φάμελλο ως πρόγραμμα «σταθεροποίησης» και «ψηφιακού μετασχηματισμού». Όμως πίσω από τις τεχνικές διατυπώσεις και τα ωραία λόγια, η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά απλή και σκληρή: η κομματική Αριστερά, που κόπτεται εδώ και δεκαετίες για τα δικαιώματα των εργαζομένων, ετοιμάζεται να περάσει τη δική της εσωτερική… μνημονιακή προσαρμογή.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για «εθελουσία έξοδο» στην «Αυγή», για «ψηφιακή αναδιοργάνωση» και «ενοποίηση λειτουργιών» με το Κόκκινο. Με απλά λόγια: μείωση προσωπικού, συρρίκνωση και επανεκκίνηση με μικρότερο κόστος. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι κάποιος κακός καπιταλιστής ή νεοφιλελεύθερος εργοδότης που αποφασίζει απολύσεις, είναι το κόμμα που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται τον εργαζόμενο.

Δάσκαλε που δίδασκες...

Και είναι τουλάχιστον ειρωνικό: οι ίδιοι που καταγγέλλουν την κυβέρνηση για αναλγησία, τώρα εφαρμόζουν τις ίδιες λογικές που κάποτε καυτηρίαζαν, απλώς για να κρατήσουν στη ζωή δύο μέσα ενημέρωσης που εδώ και χρόνια λειτουργούν με ζημιές εκατομμυρίων.

Η «Αυγή» και το Στο Κόκκινο ήταν πάντα παραδείγματα παλιάς κομματικής νοοτροπίας που αντιμετώπιζε τη δημοσιογραφία ως προέκταση της γραμματείας Τύπου. Με προσωπικό που πληρωνόταν ακανόνιστα, με χρέη που πολλαπλασιάζονταν, με συνδρομές που δεν κάλυπταν ούτε τα λειτουργικά έξοδα και με βάση την πεποίθηση ότι «το κόμμα θα πληρώσει». Το αποτέλεσμα; Ένα μοντέλο οικονομικά ανεδαφικό και πολιτικά αναχρονιστικό.

Πλέον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται εμμέσως αυτό που όλοι γνώριζαν: ότι το κόμμα δεν μπορεί να χρηματοδοτεί εσαεί ζημιογόνα μέσα που λειτουργούν περισσότερο ως κομματικές βιτρίνες παρά ως ανεξάρτητες φωνές ενημέρωσης.

Ο Σωκράτης Φάμελλος υποστηρίζει πως «παραλάβαμε χρέη εκατομμυρίων και απλήρωτους εργαζομένους», πως «ανανεώθηκε το πρόγραμμα του ραδιοφώνου» και πως «ενδυναμώθηκε το εμπορικό τμήμα». Ωστόσο, τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα είχαν ακουστεί και επί Τσίπρα. Η «Αυγή» δεν έγινε ποτέ κερδοφόρα, το Στο Κόκκινο δεν στάθηκε ποτέ στα πόδια του, και οι «λύσεις» ήταν πάντα προσωρινές: νέα δάνεια, νέες υποσχέσεις, νέες αυταπάτες.

Η εξαγγελία «εθελουσίας» για ένα κομματικό μέσο που μετρά ελάχιστους συνδρομητές και ακόμα λιγότερους ακροατές φαντάζει περισσότερο ως απόπειρα διαχείρισης της ζημιάς παρά ως «όραμα για το μέλλον της ενημέρωσης». Και το χειρότερο; Όταν τελειώσουν οι αποζημιώσεις και τα χειροκροτήματα, οι ίδιοι που σήμερα ζητούν κατανόηση από τους εργαζομένους θα καταγγέλλουν –πάλι– την κυβέρνηση Μητσοτάκη για αντεργατική πολιτική.

Το ερώτημα είναι βαθύτερο και το ενδιαφέρον του είναι περισσότερο πολιτικό ενδιαφέρον: τι ακριβώς χρειάζονται σήμερα τα κομματικά μέσα ενημέρωσης; Στην εποχή του διαδικτύου, των social media και της άμεσης ενημέρωσης, τα κομματικά ΜΜΕ μοιάζουν με δεινόσαυρους μιας άλλης εποχής. Εφημερίδες και ραδιόφωνα που υπάρχουν, όχι για να ενημερώνουν, αλλά για να «περνούν γραμμή». Όχι για να ασκούν έλεγχο, αλλά για να προσφέρουν βολικό άλλοθι στην ηγεσία ενός κόμματος που θέλει να λέει πως «έχει φωνή».

Στην πραγματικότητα, τα κομματικά μέσα ενημέρωσης δεν υπηρετούν ούτε την πολυφωνία ούτε τη δημοκρατία. Υπηρετούν τη σκοπιμότητα. Είναι εργαλεία εσωτερικής κατανάλωσης – μηχανισμοί που απευθύνονται στους ήδη πεισμένους, που κλείνουν τη συζήτηση αντί να την ανοίγουν. Και, όπως δείχνει η ιστορία της «Αυγής» και του Στο Κόκκινο, καταλήγουν σχεδόν πάντα σε δύο αδιέξοδα: είτε σε οικονομική κατάρρευση είτε σε πολιτική περιθωριοποίηση.

Το επιχείρημα ότι «η Αριστερά χρειάζεται τα δικά της μέσα» θα είχε κάποιο νόημα αν αυτά λειτουργούσαν με επαγγελματισμό, διαφάνεια και ανεξαρτησία. Αν έδιναν βήμα σε νέες ιδέες, αν ασκούσαν αυτοκριτική, αν εξέφραζαν την κοινωνία, και όχι τα γραφεία της Κουμουνδούρου. Αντί γι’ αυτό, έχουμε την επανάληψη του ίδιου σχήματος: κομματικά ταμεία που χρηματοδοτούν ΜΜΕ για να πουν στους οπαδούς ό,τι θέλουν να ακούσουν.

Η αλήθεια δεν χτίζεται με χρέη

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό – είναι υπαρξιακό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κάθε κόμμα, θα έπρεπε να επιδιώκει να ακούγεται μέσα στην κοινωνία, όχι να συντηρεί «ιδιωτικά ηχεία».

Η πολιτική επικοινωνία του 2025 δεν γίνεται πλέον με κομματικά φύλλα και ραδιοκύματα, χρειάζεται αξιοπιστία, πειθώ και διαφάνεια. Ίσως, τελικά, το πραγματικό δίδαγμα για την Αριστερά να είναι ότι, αν θες να έχεις φωνή, πρέπει πρώτα να την αξίζεις. Και αυτό δεν χτίζεται με χρέη, εθελουσίες και δηλώσεις συμπάθειας, αλλά με αλήθεια, δουλειά και αξιοπιστία. Γιατί, όπως λέει και ο λαός, «όποιος δεν μπορεί να κυβερνήσει τα δικά του, πώς θα κυβερνήσει τους άλλους;»