Η είδηση τις προάλλες ότι δεκάδες οικογένειες έκαναν «παρέλαση» σε ακίνητο προς ενοικίαση στο Ηράκλειο λόγω του φυσιολογικού του ενοικίου (400 ευρώ) είναι από μόνη της εντυπωσιακή. Συγκλονίζει όμως η αποκάλυψη πως το σπίτι εν τέλει «κέρδισε» ένα ζευγάρι με δύο παιδιά που αδυνατούσε να βρει προσιτή στέγη με αποτέλεσμα οι δύο γονείς, με ένα παιδί ο καθένας, να ζουν στο πατρικό τους! Ολα αυτά όταν η χώρα μας κάνει υπερπροσπάθεια να ενισχύσει τον θεσμό της οικογένειας και να αντιμετωπίσει την υπογεννητικότητα. Δίχως όμως εστία δεν νοείται οικογένεια.
Με την ιδιοκατοίκηση να υποχωρεί στην Ελλάδα δείχνοντας πως αυξάνονται οι ανάγκες για ενοικιαζόμενη στέγη, η συνεχής αύξηση των τιμών οδηγεί νομοτελειακά σε αδιέξοδα...
Στην Ελλάδα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι ακριβώς στο ΜΟ της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ιστορικό χαμηλό για τη χώρα) και αντίστοιχο με εκείνο της Ολλανδίας, της Ιρλανδίας και της Φινλανδίας. Πάνω από τη χώρα μας βρίσκονται 17 χώρες μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Μάλτα, η Ισπανία και η Ιταλία, με τη Ρουμανία να φτάνει στο θεαματικό ποσοστό 95,6%.
Σύμφωνα με την Eurostat οι τιμές στα ακίνητα εκτοξεύτηκαν κατά 47% από το 2010 έως το 2022 ενώ κατά το ίδιο διάστημα τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά μ.ό. 18%. Για την Ελλάδα η Eurostat δεν παρουσιάζει στοιχεία στις έρευνες που αφορούν την κούρσα στο κόστος στέγασης. Η ευρωπαϊκή υπηρεσία παρόλα αυτά χαρακτηρίζει το κόστος δυσβάσταχτο. Στην Ελλάδα ανέρχεται σε 34,2% με τη χώρα μας να ηγείται τις ακρίβειας.
Η συχνή σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες τα ενοίκια είναι όντως υψηλότερα είναι μάλλον αποτυχημένη καθώς δεν λαμβάνει υπόψη της το συνολικό κόστος ζωής και, το κυριότερο, το ύψος των μισθών. Αρκεί μια άλλη σύγκριση: ποιο ήταν το ύψος των μισθών και ποια η προσφορά ακινήτων το 2008 όταν είχε καταγραφεί ιστορικό υψηλό στις τιμές ακινήτων σε σύγκριση με σήμερα. Παλαιότερα στοιχεία του ΕΦΚΑ (για την περίοδο 2008-2022) καταγράφουν μια μείωση ύψους 14% στους μισθούς δίχως να λαμβάνουν υπόψη τις πληθωριστικές τάσεις.
Συναγερμό για το κόστος στέγασης έχει σημάνει και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αναδεικνύει και μια ακόμα συνέπεια: αυξάνονται οι καθυστερήσεις στις πληρωμές όχι μόνο των ενοικίων αλλά των βασικών υποχρεώσεων.
Αναλυτικά ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 99,7 το β΄ τρίμηνο 2024, 2,5 μονάδες χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει σύμφωνα με έκθεση της ΤτΕ τον Οκτώβριο. Ο δείκτης τιμών κατοικιών για την Αθήνα διαμορφώθηκε το β΄ τρίμηνο 2024 σε 105,4 έχοντας ξεπεράσει ήδη το προηγούμενο ιστορικό υψηλό του (β΄ τρίμηνο 2008: 101,4). Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 103,2 με βάση τα στοιχεία του γ΄ τριμήνου 2024, έναντι 98,7 το γ΄ τρίμηνο 2023. Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3 το γ΄ τρίμηνο 2011).
Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι συνεχίστηκε η αυξητική τάση στις τιμές των οικιστικών ακινήτων το β’ τρίμηνο το 2024, κατά 9,2% σε ετήσια βάση, με επιβραδυνόμενο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα. Ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και συγκεκριμένα και συγκεκριμένα στην Αθήνα (9,1%), στη Θεσσαλονίκη (12,1%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (7,3%).
Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, για το 2023, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 12,9%, έναντι ρυθμού αύξησης 12,5% το 2022, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 14,5% το 2023, έναντι ρυθμού αύξησης 11,6% το 2022.
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το γ΄ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 7,7% στην Αθήνα, 12,1% στη Θεσσαλονίκη, 4,9% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 9,5% στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Για το σύνολο του 2023, η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2022 ήταν 13,9%, 16,5%, 15,0% και 11,6% αντίστοιχα (αναθεωρημένα στοιχεία).
Για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το γ΄ τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 7,3% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2023, ενώ για το 2023 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 14,2% (αναθεωρημένα στοιχεία).
Η όξυνση του προβλήματος του κόστους στέγασης, όπως αναφέρει η ΤτΕ, είναι απόρροια της εκτεταμένης επενδυτικής εκμετάλλευσης της κατοικίας (βραχυχρόνια μίσθωση), της απόσυρσης από την αγορά ακινήτων που εξασφαλίζουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και προορίζονται για πλειστηριασμό καθώς και της υποτονικής δραστηριότητας στον κατασκευαστικό κλάδο για μακρά χρονική περίοδο, η οποία δεν έχει επιτρέψει την ομαλή αναπλήρωση του αποθέματος ακινήτων.