H συμφωνία στο νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, στην οποία κατέληξαν χθες Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμάται ως επιβράβευση μίας μεγάλης προσπάθειας που καταβάλλει επί τέσσερα και πλέον χρόνια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, πολλές από τις επιδιώξεις της χώρας μας αποτυπώθηκαν στο κείμενο της συμφωνίας, με κορυφαία αυτών τη δημιουργία, για πρώτη φορά, ενός υποχρεωτικού μηχανισμού αλληλεγγύης καθώς και την πρόβλεψη για ετήσια πολιτική συζήτηση, σε υπουργικό επίπεδο, που θα θέτει επί τάπητος τη μεταναστευτική κατάσταση και τις ανάγκες που υπάρχουν σε όρους αλληλεγγύης. Ταυτόχρονα, η ΕΕ αναγνωρίζει πλέον την απειλή που συνιστά η εργαλειοποίηση της μετανάστευσης, και αποκτά εργαλεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών της.
Επιπροσθέτως, η χώρα μας εξασφάλισε πρόνοιες που λειτουργούν αποτρεπτικά στην υπερφόρτωση των συνοριακών περιοχών της χώρας από πιέσεις που σχετίζονται με διαδικασίες ασύλου και κατοχύρωσε ότι θα λαμβάνεται υπόψη η παράμετρος της εθνικής ασφάλειας κατά το σχεδιασμό και την ανάπτυξη υποδομών, που σχετίζονται με αυτές τις διαδικασίες.
Στη συμφωνία, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, είναι ορατή η επιρροή των ελληνικών θέσεων και προσπαθειών, όπως άλλωστε καταγράφεται και στη δήλωση που έκανε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, σύμφωνα με την οποία «η μετανάστευση είναι μία ευρωπαϊκή πρόκληση που απαιτεί ευρωπαϊκές λύσεις». Η ίδια συμπλήρωσε ότι το νέο Σύμφωνο αποτελεί «ευρωπαϊκή απάντηση σε μία ευρωπαϊκή πρόκληση». Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν απηχεί ακόμα το κεντρικό ελληνικό επιχείρημα, που έχει διατυπώσει σε πολλές περιπτώσεις ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ότι «οι Ευρωπαίοι θα αποφασίζουν ποιοι θα εισέλθουν στην ΕΕ και ποιοι θα μπορούν να παραμείνουν, όχι οι διακινητές».
Οι πέντε πυλώνες
Στην πράξη οι τρεις θεσμοί της ΕΕ κατέληξαν σε κοινό τόπο πάνω σε πέντε κομβικές νομοθετικές προτάσεις που θα αποτελέσουν πυλώνες του νέου Συμφώνου και συγκεκριμένα:
- τη ρύθμιση η οποία επιτρέπει την καλύτερη ταυτοποίηση όσων φτάνουν στα σύνορα της ΕΕ, με ενιαίους κανόνες που θα εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη-μέλη, προβλέποντας επίσης τη διενέργεια υγειονομικών ελέγχων και ελέγχων ασφαλείας
- τη ρύθμιση Eurodac, χάρη στην οποία θα εμπλουτιστεί με περισσότερα στοιχεία, όπως χαρακτηριστικά προσώπου, η κοινή βάση δεδομένων όπου καταχωρίζονται τα δακτυλικά αποτυπώματα των αφιχθέντων. Θα διευκολυνθεί έτσι η αναγνώριση όσων εισέρχονται παράτυπα ή κινούνται παράνομα εντός της ΕΕ
- τη ρύθμιση για τις διαδικασίες ασύλου, χάρη στην οποία, με πλήρη σεβασμό στα δικαιώματα των αιτούντων, θα επιταχυνθούν και θα απλοποιηθούν σε όλη την ΕΕ η αξιολόγηση αιτήσεων χορήγησης ασύλου και οι επιστροφές. Θα είναι παράλληλα δυνατή μία πρώτη διαλογή, ώστε να εντοπίζονται αιτήματα που δεν έχουν πραγματική βάση
- τη ρύθμιση για τη διαχείριση του ασύλου και της μετανάστευσης, μέσω της οποίας θεσπίζεται ένας νέος μηχανισμός υποχρεωτικής αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, καθώς κάθε χώρα θα καλείται να επιλέξει αν θέλει να αναλάβει την φιλοξενία αιτούντων άσυλο ή να συνεισφέρει οικονομικά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παύουν να επιβαρύνονται δυσανάλογα ή αποκλειστικά τα κράτη πρώτης υποδοχής όπως η Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σημειώνεται μάλιστα ότι σε περιόδους κρίσης, δηλαδή μεγάλης και απότομης αύξησης των ροών, η οικονομική εναλλακτική αναστέλλεται και τα κράτη υποχρεούνται να αναλάβουν αναλογικά τη φιλοξενία αιτούντων άσυλο
- τη ρύθμιση για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών από τρίτους.
Η τελική μορφή της συμφωνίας και οι πρόνοιές της θα «κλειδώσουν» αφού διευθετηθούν τεχνικές παράμετροι και στη συνέχεια θα προγραμματιστεί η τελική κύρωση. Μετά την επίσημη υιοθέτηση του νέου Συμφώνου, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη θα διαθέτουν ένα πληρέστερο και καλύτερο νομικό πλαίσιο, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τις μεγάλες προκλήσεις που γεννά η μεταναστευτική πίεση που δέχεται η ήπειρός μας.