Στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Ανταγωνισμού έχει μπει η τιμή του γάλακτος και των προϊόντων του, η οποία παραμένει δυσανάλογα υψηλή σε μια περίοδο στην οποία ούτε το κόστος των πρώτων υλών ούτε αυτό της ενέργειας δικαιολογούν την ακρίβεια που βλέπουν οι καταναλωτές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Η Επιτροπή συνεχίζει εις βάθος την έρευνα για το φαινόμενο και χαρτογραφεί την αγορά εδώ και έξι μήνες σε συνεργασία με ειδικούς εμπειρογνώμονες από τον ακαδημαϊκό χώρο και την ομάδα του Επικεφαλής Τεχνολογίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σε αυτήν τη χαρτογράφηση θα αποτυπωθούν οι συνθήκες του ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά την πορεία των τιμών και τα αποτελέσματα αναμένονται σύντομα.
Η διερεύνηση για πιθανές στρεβλώσεις στην αγορά του γάλακτος και των προϊόντων που παράγονται από αυτό κρίνεται πλέον επιβεβλημένη. Όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία-βόμβα που παρουσιάζονται στο πιο πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι τιμές παραγωγού στην Ελλάδα όχι μόνο έχουν πέσει στα επίπεδα που βρίσκονταν τον Ιούνιο του 2022 αλλά έχουν υποχωρήσει ακόμη περισσότερο.
Αισχροκέρδεια στο φουλ
«Θα περίμενε λοιπόν κανείς η μείωση τιμής να μεταφερθεί σταδιακά από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί ακόμη. Είναι γνωστό από πολλές προηγούμενες μελέτες σε άλλες αγορές πως τέτοια μεταφορά τιμής δεν παρατηρείται με την ίδια ταχύτητα (οι τιμές ανεβαίνουν γρήγορα, αλλά πέφτουν αργά) ούτε στο ίδιο μέγεθος (οι τιμές ανεβαίνουν πολύ, αλλά πέφτουν λιγότερο). Ωστόσο, η διατήρηση των υψηλών τιμών λιανικής πώλησης μάλλον φαίνεται ότι δεν είναι συμβατές ούτε με το κόστος πρώτων υλών ούτε και με το κόστος ενέργειας (που επίσης έχει μειωθεί μέσα στο 2023)», επισημαίνεται στο δελτίο.
Το πόσο ακριβό είναι το γάλα στην Ελλάδα φαίνεται από τη σύγκριση ομοειδών προϊόντων που έκανε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις χώρες της Ευρώπης. Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά, αλλά όχι με την καλή έννοια. Στην κατηγορία «φρέσκο αγελαδινό γάλα με χαμηλά λιπαρά» η χαμηλότερη τιμή που εντοπίστηκε ήταν 0,49 ευρώ το λίτρο και η υψηλότερη ήταν 2,39 ευρώ το λίτρο. Στην κατηγορία «φρέσκο αγελαδινό πλήρες γάλα» το εύρος των τιμών ήταν από 0,85 ευρώ έως 2,29 ευρώ.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να σκεφτεί κάποιος κοντά σε ποιο άκρο βρίσκεται η Ελλάδα. Με την τιμή του λίτρου γάλακτος χωρίς λιπαρά να έχει εύρος από 1,12 έως 2,22 ευρώ η χώρα μας είναι η τρίτη πιο ακριβή μετά την Εσθονία και τη Σουηδία στις χαμηλότερες τιμές και η δεύτερη ακριβότερη μετά την Εσθονία στις υψηλότερες. Στο πλήρες γάλα, η χαμηλότερη τιμή του 1,12 ευρώ είναι η έβδομη υψηλότερη μεταξύ των χωρών στις οποίες έγινε καταγραφή, ενώ η υψηλότερη τιμή των 2,22 ευρώ είναι η δεύτερη υψηλότερη μετά τη Λιθουανία.
Η Επιτροπή βάζει στην εξίσωση και την παράμετρο της ποιότητας του γάλακτος. «Οι τιμές λιανικής του ενός λίτρου φρέσκου γάλακτος στην Ευρώπη παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις που εν μέρει δικαιολογούνται από τη διαφορά στην ποιότητα. Σημειώνεται ότι οι τιμές που παρουσιάζονται δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες δεδομένου ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που προσφερόμενου γάλακτος, ωστόσο η συγκριτική παρουσίαση προσφέρει μια ένδειξη για τη δυνατότητα των καταναλωτών να προμηθευτούν γάλα από τα σουπερμάρκετ ανεξαρτήτως ποιότητας» διευκρινίζει.
Μεγάλη αναντιστοιχία
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού δείχνουν και την αναντιστοιχία της συνολικής αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων με τις τιμές που υπάρχουν στα ράφια. «Το έτος 2022, σε όρους ΑΕΠ, όταν ο δείκτης Ισοτιμιών Αγοραστικής Δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ισούται με 1, στην Ελλάδα διαμορφώνεται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήτοι σε 0,8, ενώ αντίθετα τόσο για την κατηγορία τρόφιμα όσο και για την κατηγορία “Γάλα-Τυρί-Αυγά” ο δείκτης βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ειδικότερα στην κατηγορία “Γάλα-Τυρί-Αυγά” ο δείκτης στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος (1,4) συγκριτικά με τις χώρες που παρουσιάζονται», επισημαίνεται στο δελτίο της Επιτροπής.