Σε κλίμα έντασης διεξάγεται, ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, η δίκη για τη δολοφονία του φαρμακοποιού Βασίλη Φλώρου, έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό, στις 8 Σεπτεμβρίου 2018, από τον 52χρονο κατασκευαστή, φίλο της οικογένειας του θύματος, που έχει ομολογήσει το έγκλημα.

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε με φωνές και κατάρες από την οικογένεια του θύματος προς τον κατηγορούμενο, ενώ η κόρη του 57χρονου φαρμακοποιού έχασε δύο φορές τις αισθήσεις της.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της υπόθεσης, δράστης και θύμα είχαν οικονομικές διαφορές, με τον κατηγορούμενο να χρωστά ποσό 300.000 ευρώ στον Βασίλη Φλώρο, χρέος για το οποίο υπήρχε μεταξύ τους δικαστική διένεξη πολλών ετών.

Στο δικαστήριο κατέθεσαν οι συγγενείς του θύματος, οι οποίοι θεωρούν πως ο κατασκευαστής προσχεδίασε το έγκλημα, με στόχο να αποφύγει να αποπληρώσει το χρέος του στον φαρμακοποιό, που του είχε δανείσει τα χρήματα, από δεκαετίας. Το δάνειο, όπως ανέφεραν, δεν έχει εξοφληθεί ακόμη.

Στην κατάθεση του ο γιος του θύματος ανέφερε πως η επίκληση ψυχολογικών προβλημάτων, από την πλευρά του κατηγορούμενου, είναι προσχηματική, με στόχο «να συγκινήσει το ακροατήριο». Σύμφωνα με τον μάρτυρα, ο δράστης και η οικογένεια του «ήταν άνθρωποι που δεν έκαναν επί της ουσίας καμία κίνηση για να αποπληρώσουν την οφειλή, μιλάμε για έναν απατεώνα που απλά δεν ήθελε να δώσει αυτά που χρωστούσε». Δήλωσε μάλιστα πεπεισμένος, πως ο κατασκευαστής σχεδίασε το έγκλημα και κινήθηκε αφού πυροβόλησε τον πατέρα του, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην κινήσει υποψίες. Όπως είπε ο κ. Φλώρος, ο κατασκευαστής, αφού πυροβόλησε τον πατέρα του, ενώ έβγαινε με το αυτοκίνητο του από το σπίτι του, «έφυγε περπατώντας αργά από το σημείο, ενώ στη συνέχεια πήγε σε μνημόσυνο συγγενικού του προσώπου στου Παπάγου, έχοντας ξεφορτωθεί τα ρούχα και το όπλο του. Μετά τη δολοφονία και τέσσερις ημέρες πριν συλληφθεί, εμφανίστηκε και σε δικαστήριο που είχαν με τον πατέρα μου, για να δείξει ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί».

Η σύζυγος του θύματος εξέφρασε, καταθέτοντας στο δικαστήριο, την άποψη πως ο δράστης πήγε έξω από το σπίτι τους, αποφασισμένος να σκοτώσει: «Θα σκότωνε εκείνη την ημέρα όποιον ήταν στο αυτοκίνητο. Με το που άνοιξε η γκαραζόπορτα, έριξε τις δυο τυφλές. Ευτυχώς που δεν πήγε εκείνη την ημέρα και η κόρη μου με τον μπαμπά της, όπως συνήθιζε, θα είχα χάσει και το παιδί μου», είπε.

Στην κατάθεσή της η κόρη του θύματος περιέγραψε τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε, όταν αντίκρισε τον πατέρα της πεσμένο μες τα αίματα. «Με φιλάει ο μπαμπάς, μου λέει καλό διάβασμα και φεύγει. Μετά από λίγο, ακούω κάτι κρότους, ήταν συνεχόμενο,ι υπήρξε ένα κενό και ξανάρχισαν. Πετάχτηκα από το δωμάτιο, πάω να βγω στο μπαλκόνι και κοιτάω κάτω το δρόμο και ήταν ο μπαμπάς έξω από το αυτοκίνητο, γεμάτος με αίματα και δεν κουνιόταν. Ο δολοφόνος είχε πάρει μέχρι και ρούχα για να αλλάξει και στη συνέχεια έφυγε ψύχραιμος» είπε.

Η δίκη συνεχίζεται.