Τον θυμάμαι πάντα να στέκεται στο πρεβάζι του παραθύρου του σπιτιού στο χωριό που μεγάλωσε και να «παρακολουθεί» τη ζωή του, αυτή που σε λίγο θα τελείωνε «το πολύ σε ενάμιση μήνα», όπως προέβλεψαν επιτυχώς οι γιατροί, κάτι που δεν του το είπαμε, ίσως γιατί καταλάβαμε ότι ο ίδιος το είχε αντιληφθεί και αποδεχτεί περισσότερο από όλους όσοι ήμασταν δίπλα του.

Ένιωθες πως ρουφούσε αχόρταγα κάθε στιγμή από το παρελθόν, επαναφέροντας την αίσθηση που κάποτε άφησαν, με μια αποφασιστική θέληση να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις του χρόνου και να φτιάξει το δικό του «παρόν». Ένα «παρόν» που «έτρεχε» από τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στο σχολείο, τα πρόβατα, τις δουλειές στο χωράφι και το παιχνίδι στη φύση, τη νιότη του που γλέντησε στα πανηγύρια και στις εκδηλώσεις του χωριού και αργότερα την ενήλικη ζωή του που, παρότι «συνέβαινε» στην Αθήνα, είχε πάντα χώρο και χρόνο για τον τόπο του, καταφέρνοντας να πετύχει να δέσει με αυτόν τα παιδιά του, τα γηρατειά που είχε ονειρευτεί να περάσει εκεί, αλλά δεν πρόλαβε.

Επιλέγω κάθε φορά που επισκέπτομαι το χωριό να σταθώ σε ένα σημείο, το ίδιο πάντα, που μπορώ να «βλέπω» τον μπαμπά στο παράθυρο και την εικόνα που αντίκριζε τότε, τον κήπο με τα ζαρζαβατικά που αγάπησε και φρόντιζε, τον δρόμο μπροστά από το σπίτι που κάποτε είχε χώμα, χαλίκι, πέτρες -ό,τι δηλαδή χρειάζεται για να έχουμε όλοι την εμπειρία ενός τραύματος από το ανελέητο αυτοσχέδιο παιχνίδι- το βουναλάκι απέναντι με τα πουρνάρια που λειτουργούσαν ως κρυψώνα σε ένα ατελείωτο και δύσκολων απαιτήσεων κυνηγητό, την αυλή μπροστά που φιλοξενούσε καθημερινά τη γειτονιά και περαστικούς, με τον ίδιο να καλεί «έλα κι εσύ», γιατί όλοι ήμασταν και νιώθαμε ένα σώμα, μέλη μια κοινότητας που ψάχνει τους συνεκτικούς αυτούς δεσμούς που την έκαναν δυνατή και σε εμάς τους επισκέπτες αγαπητή.

Σήμερα η γειτονιά δεν είναι το ίδιο και το «έλα κι εσύ» που «κρατήσαμε» μετά τον θάνατο του μπαμπά ακούγεται όλο και πιο σπάνια. Μπαρμπάδες και γιαγιάδες πέθαναν, ο «κοινωνικός σχολιασμός» λιγόστεψε, οι συλλογικές δουλειές, από το άπλωμα του τραχανά μέχρι το τρίψιμο της ρίγανης χάθηκαν, οι μπίρες μένουν στο ψυγείο, νέα παιδιά έφυγαν και από αυτά που έμειναν τα πιο πολλά δεν έχουν οικογένεια κι έτσι μπορεί να γλιτώνουμε τους τραυματισμούς από το παιχνίδι στον δρόμο -αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα υπερίσχυε της οθόνης που έχει μπει για τα καλά στη ζωή των παιδιών- αλλά χάνουμε τη γλυκιά φασαρία που μάθαμε να αγαπάμε και βυθιζόμαστε στη σιωπή.

Ίδια ερημιά και στην παραλία του χωριού, που κάποτε έσφυζε από μαγαζιά και κόσμο - μέχρι και ντισκοτέκ είχαμε, αμέ.

Η ερημοποίηση της υπαίθρου, άμεσα συνυφασμένη με το δημογραφικό πρόβλημα που έχει εντοπιστεί ως ένα από τα κυρίαρχα στην Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη, δεν είναι μόνο οι αριθμοί που τη συνοδεύουν αναφορικά με τις επιπτώσεις της στα δημοσιονομικά, το συνταξιοδοτικό, τις κοινωνικές δαπάνες. Είναι οδηγός για όλες τις αναγκαίες αλλαγές ώστε να μπορεί μια χώρα να αξιοποιήσει τον πλούτο της και τις δυνατότητές της για την ισόρροπη ανάπτυξή της, η οποία περιλαμβάνει σαφώς και την περιφέρεια, αλλά και να καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική της κληρονομιά, τις τοπικές παραδόσεις, τα έθιμα, τους δεσμούς της κοινότητας, που σήμερα χάνονται μαζί με τους ανθρώπους που τις γνωρίζουν και τις μεταφέρουν στους νεότερους.

Κάπως έτσι κι εμείς σιχτιρίζουμε που δεν αξιωθήκαμε να μάθουμε από τον μπαμπά πώς να φτιάχνουμε το κοκορέτσι, μια διαδικασία χρονοβόρα που κατάφερνε να ενώνει στην προετοιμασία, αλλά και στην απόλαυσή του - με εμάς, παιδιά τότε, να εστιάζουμε στο δεύτερο.