Σε μια κρίσιμη στιγμή για το κύρος της Βουλής, η κυβερνητική πλειοψηφία έστειλε ηχηρό μήνυμα υπέρ της συνταγματικής τάξης, κλείνοντας την πόρτα σε φαινόμενα θεσμικής εκτροπής. Η απόρριψη του αιτήματος άρσης ασυλίας των 14 βουλευτών της ΝΔ, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία (!) επειδή τόλμησαν να συντάξουν και να ψηφίσουν το πόρισμα της προανακριτικής για τα Τέμπη, αποκαλύπτει ποιοι επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ολομέλεια σε δικαστική αίθουσα. Παρά την έντονη πόλωση, η Κυβέρνηση έδειξε ότι δεν θα επιτρέψει το κυνήγι μαγισσών εντός του ναού της Δημοκρατίας, προστατεύοντας έμπρακτα το δικαίωμα του βουλευτή να εκφράζεται ελεύθερα χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της ποινικοποίησης.
Η στάση της αντιπολίτευσης έδωσε για άλλη μια φορά τροφή για σκέψη. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ κρύφτηκαν πίσω από το βολικό «παρών», δείχνοντας ότι διστάζουν να πάρουν καθαρή θέση όταν το ζητούμενο είναι η υπεράσπιση της συνταγματικής κατοχύρωσης της ψήφου. Την ίδια στιγμή, επιδόθηκαν σε μεγαλόστομες δηλώσεις περί Συντάγματος και θεσμών, ενώ στην πράξη απέφυγαν να μπλοκάρουν μια διαδικασία που υπονομεύει την κοινοβουλευτική λειτουργία. Η Νέα Αριστερά ακολούθησε στο ίδιο μοτίβο, με δηλώσεις περί «παραβίασης» του Συντάγματος, λες και η ψήφος των εκλεγμένων εκπροσώπων πρέπει να ελέγχεται ποινικά από οποιονδήποτε διαφωνεί πολιτικά.
Η Βουλή, όμως, δεν είναι ούτε ανακριτικό γραφείο ούτε τηλεοπτικό πάνελ πολιτικής ποινικοποίησης. Εκεί κρίνονται οι απόψεις, όχι οι ποινικές ευθύνες. Και όποιος φαντάζεται πως μπορεί να επαναφέρει «μαύρες εποχές» δίωξης για πολιτική ψήφο, καλό θα ήταν να θυμηθεί πώς τελείωσαν αυτές οι εποχές για όσους τις προώθησαν.
Ο βουλευτής δεν διώκεται – Το Σύνταγμα το γράφει ξεκάθαρα
Η τοποθέτηση των κυβερνητικών βουλευτών, με πρωτοστάτη τον Παναγή Καπάτο και τον Δημήτρη Καιρίδη, ήταν κόλαφος για τις φωνές που θέλουν να φορέσουν χειροπέδες στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Υπενθυμίστηκαν άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος, που προστατεύουν ρητά τον βουλευτή από διώξεις για την ψήφο και την έκφρασή του στο Κοινοβούλιο. Δεν πρόκειται για κάποιο «παράθυρο», αλλά για τη θεμελιώδη βάση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Η ΝΔ, άλλωστε, έχει αποδείξει συνέπεια, καθώς είχε απορρίψει αντίστοιχα αιτήματα κατά βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ την εποχή της Συμφωνίας των Πρεσπών – τότε που κάποιοι φλέρταραν ξανά με την ιδέα να σέρνονται βουλευτές στα δικαστήρια επειδή τόλμησαν να ψηφίσουν.
Η κυβερνητική γραμμή έδειξε καθαρά: σε μια Δημοκρατία με θεσμικά αντίβαρα και ισχυρό Σύνταγμα, οι πολιτικές διαφωνίες λύνονται στις κάλπες και στις κοινοβουλευτικές έδρες, όχι στα ποινικά έδρανα. Όσοι φλερτάρουν με το αντίθετο, παίζουν με τη φωτιά της θεσμικής ανωμαλίας.
ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά: Ο Ιανός της συναίνεσης
Η υποκριτική στάση μέρους της αντιπολίτευσης δεν πέρασε απαρατήρητη. Το ΠΑΣΟΚ με δηλώσεις περί μη ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής, ψήφισε «παρών» – στην πράξη, άφησε ανοιχτή την πόρτα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με το γνωστό ύφος «σεβασμού στο Σύνταγμα», επέλεξε κι αυτός να μην κόψει τη φόρα σε όσους θα ήθελαν να δουν βουλευτές να περνούν την πόρτα του ανακριτή για την ψήφο τους. Αν κάποιος περίμενε καθαρή θεσμική γραμμή από τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως «προοδευτικά», μάλλον απογοητεύτηκε για πολλοστή φορά. Η Νέα Αριστερά, από κοντά, βρήκε ευκαιρία να ξιφουλκήσει κατά των «γαλάζιων» βουλευτών, σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι το αυριανό κυνήγι μαγισσών μπορεί να στραφεί και εναντίον της.
Πλεύση, Ελληνική Λύση, Νίκη: Ο επικίνδυνος πειρασμός της ποινικοποίησης
Ακόμα πιο αποκαλυπτική ήταν η στάση σχηματισμών όπως η Πλεύση Ελευθερίας, η Ελληνική Λύση και η Νίκη, που ψήφισαν ανοιχτά υπέρ της άρσης ασυλίας. Οι συγκεκριμένοι χώροι δείχνουν να επενδύουν στο χάος, ποντάροντας στο θυμικό της κοινωνίας για να καλλιεργήσουν κλίμα θεσμικής καχυποψίας. Η κα Ζωή Κωνσταντοπούλου, μάλιστα, φρόντισε να μετατρέψει τη συζήτηση σε προσωπικό σόου, κατηγορώντας το προεδρείο για «φασισμό», όταν της ζητήθηκε να τηρήσει τον Κανονισμό. Αυτές οι φωνές θέλουν να αναδείξουν εαυτούς σε τιμητές της «διαφάνειας», αλλά καταλήγουν να δίνουν άλλοθι σε πρακτικές που θυμίζουν πιο σκοτεινές εποχές. Η Δημοκρατία, όμως, δεν χρειάζεται εισαγγελείς στις έδρες. Χρειάζεται βουλευτές που τιμούν τον όρκο τους και ψηφίζουν χωρίς φόβο – ακριβώς όπως έδειξε η κυβερνητική πλειοψηφία.