Όσοι ανατρέχουν στα πολιτικά λεξικά θα βρουν, μεταξύ άλλων, και τον όρο «ιταλοποίηση».Η «ιταλοποίηση της πολιτικής» αναφέρεται σε μια πολιτική κατάσταση ή στρατηγική η οποία ακολουθεί μοντέλα ή χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην ιταλική πολιτική παράδοση, η οποία είναι συχνά συνυφασμένη με ασταθή κυβερνητικά σχήματα, πολυκομματισμό και συχνές κυβερνητικές αλλαγές.
Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολιτικά συστήματα που διακρίνονται από την αδυναμία σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων, την υπεροχή των μικρότερων κομμάτων ή τη συνήθεια του σχηματισμού «μεγάλων συνασπισμών». Το φαινόμενο της «ιταλοποίησης της πολιτικής» παρατηρήθηκε κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά κατά κύριο λόγο στην Ιταλία, όπου το πολιτικό σύστημα παρουσίαζε έντονη αστάθεια, με συχνές κυβερνητικές αλλαγές και υπεροχή των μικρών και περιφερειακών κομμάτων.
Αυτό το φαινόμενο συνδέθηκε με την κατάρρευση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος της Ιταλίας και την εμφάνιση νέων κομμάτων, όπως το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λέγκα του Βορρά, που ανακάτεψαν τις πολιτικές ισχυρές δυνάμεις, προκαλώντας μια σειρά από πολιτικές κρίσεις.
Επιπλέον, η ιταλοποίηση παρατηρήθηκε και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου οι κυβερνήσεις δυσκολεύονταν να σχηματίσουν σταθερές και αποτελεσματικές πολιτικές συμμαχίες. Στη χώρα μας η «ιταλοποίηση» επιχειρήθηκε μεταπολιτευτικά σε δύο ιστορικές περιόδους, αν και ο εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Η πρώτη ήταν την περίοδο του 1989, όταν το ΠΑΣΟΚ, βλέποντας τη ΝΔ και τον Κώστα Μητσοτάκη να ετοιμάζονται να έρθουν στην εξουσία, αλλάζει τον εκλογικό νόμο για να εμποδίσει τον σχηματισμό κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε δύο κυβερνήσεις: η μία με πρωθυπουργό τον Τζαννετάκη και δύο κόμματα να τη στηρίζουν –ΝΔ και Συνασπισμός της Αριστεράς (Φλωράκης-Κύρκος)– και η δεύτερη της «οικουμενικής» κυβέρνησης υπό την προεδρία του επίτιμου διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, διακεκριμένου οικονομολόγου και ακαδημαϊκού, Ξενοφώντος Ζολώτα, με τη στήριξη ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Συνασπισμού.
Μέχρι την περίοδο των μνημονίων οι συγκυβερνήσεις είχαν περάσει, πλέον, στην ιστορία. Όμως, στις 11 Νοεμβρίου 2011 επέστρεψαν με τον σχηματισμό της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου. Η κυβέρνηση υπό την προεδρία του τέως διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και ακαδημαϊκού, Λουκά Παπαδήμου, συγκροτήθηκε μετά από συμφωνία τριών πολιτικών αρχηγών (Γ. Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, Αντ. Σαμαρά της Νέας Δημοκρατίας και Γ. Καρατζαφέρη του ΛΑΟΣ), προκειμένου να αντιμετωπιστούν κρίσιμα ζητήματα δανειοδότησης της χώρας από το εξωτερικό και ακολούθησε, το 2012, η τρικομματική ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, που έναν χρόνο μετά έγινε δικομματική (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). Στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 πρώτευσε ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) με ποσοστό 36,3% των ψήφων και 149 έδρες στη Βουλή.
Η αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής και ιδεολογικά συνεπέστερης κυβερνητικής πλειοψηφίας οδήγησε στη σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Ελληνες (υπό την ηγεσία του Π. Καμμένου), ένα κόμμα της λαϊκής Δεξιάς. Παρά την αμφισημία και τον ετερόκλητο χαρακτήρα του κυβερνητικού σχηματισμού, αυτός επιβίωσε και διατηρήθηκε και μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, οπότε ανανεώθηκε η κυβερνητική πλειοψηφία (35,46% έναντι 28,09% της Νέας Δημοκρατίας).
Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 επικράτησε καθαρά το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με 39,85% υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη (έναντι 31,53% του ΣΥΡΙΖΑ), που σχημάτισε κυβέρνηση από τον χώρο της πλειοψηφίας και μόνο, όπως συνέβη και στις εκλογές του 2023, όπου καταγράφηκε και η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Κυριαρχία
Από τότε μιλούσαμε για την πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη, κάτι βέβαια που ενόχλησε τα συστήματα της διαπλοκής που θεώρησαν ότι δεν μπορούσαν να παίξουν τα συνήθη παιχνίδια τους. Στήθηκε, λοιπόν, ένας πολυεπίπεδος μηχανισμός με στόχο του να «κοντύνει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα όποια λάθη της κυβέρνησης άρχισαν να μπαίνουν σε μεγεθυντικό φακό και ο «πόλεμος» από υπόγειος έγινε φανερός, με μιντιάρχες να μπαίνουν στο παιχνίδι, ο καθένας για δικούς του λόγους. Αποτέλεσμα, να ανασυρθεί η «ξεχασμένη» από τα κανάλια τραγωδία των Τεμπών και να γίνει επί έναν μήνα και πλέον μόνιμο πρώτο θέμα και να ξεκινήσουν πάλι τα «παιχνίδια» της «πάνω» και της «κάτω πλατείας» με στόχο την μπαχαλοποίηση και τον «έλεγχο» της πολιτικής ζωής του τόπου.
Καθώς μια αδύναμη κυβέρνηση, με το ιδεολόγημα της απονομιμοποίησης μέσω πλατειών, διευκολύνει τα σχέδια της όποιας διαπλοκής θέλει να ελέγξει το πολιτικό σύστημα, που ήδη έχει κατακερματίσει και την αντιπολίτευση σε ένα μοντέλο ιταλοποίησης και πιο εύκολου ελέγχου.