Το εγκώμιο του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη πλέκει ο Άλαστερ Κάμπελ, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής του γραφείου Τύπου του Τόνι Μπλερ και ταυτόχρονα κατακρίνει τον Βρετανό πρωθυπουργό, Ρίσι Σούνακ για την πολιτική του.
Στο άρθρο του με τον τίτλο «Το ημερολόγιο του Άλαστερ Κάμπελ: Τα μαθήματα του Μητσοτάκη για τον Σούνακ -Σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό μας, ο Έλληνας ηγέτης ακούει τις ερωτήσεις και πραγματικά τις απαντά», εξηγεί πώς διαφέρει ο πρωθυπουργός στην Ελλάδα από τον Βρετανό ομόλογό του.
Ο Βρετανός δημοσιογράφος, συγγραφέας, ραδιοτηλεοπτικός παραγωγός, καθώς προγραμμάτιζε συνεντεύξεις για το podcast του, «The Rest Is Politics», γνώρισε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, για τον οποίον, όπως γράφει, δεν ήξερε πάρα πολλά. Μάλιστα, αποκαλύπτει πως δεν ήταν σίγουρος ότι θα τον συμπαθήσει όσο ο συμπαρουσιαστής του.
«Αρκετά προνομιούχο υπόβαθρο, καθώς ο πατέρας του υπήρξε πρωθυπουργός πριν από αυτόν -σπουδές στο Παρίσι, το Λονδίνο και τις ΗΠΑ, τραπεζίτης και χρηματοδότης, με τη λέξη “τεχνοκράτης” σχεδόν σε κάθε προφίλ- και η Νέα Δημοκρατία του ουσιαστικά το αδελφό κόμμα των Συντηρητικών» γράφει.
Και συνεχίζει: «Ωστόσο, όταν τον ρώτησα πού θα βρισκόταν σε μια κλίμακα πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου, με τους Εργατικούς του Κόρμπιν στο ένα άκρο και τους Τόρις των Μπράβερμαν/Φάρατζ στο άλλο, είπε χωρίς δισταγμό: ''Ακριβώς στο κέντρο''».
Ο Άλαστερ Κάμπελ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη
«Δεν συγκρατήθηκε για το Brexit […] και ενώ ήταν διπλωματικός για τη σχέση του με τον Ρίσι Σούνακ, μιλώντας για το πόσο σημαντικό παραμένει το Ηνωμένο Βασίλειο για την Ελλάδα, δεν ήταν παρά ο τελευταίος ηγέτης που έχω συναντήσει που φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τον Κίρ Στάρμερ παρά για τον σημερινό πρωθυπουργό» προσθέτει.
«Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήμουν τόσο διπλωματικός για τον Σούνακ αν ήμουν στη θέση του… Ίσως θυμάστε ότι, κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο τον περασμένο Νοέμβριο, ο Μητσοτάκης έδωσε συνέντευξη στο BBC, στην οποία ρωτήθηκε για τα Ελγίνεια Μάρμαρα, ή τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όπως τα αποκαλούν οι Έλληνες, και είπε ότι η Ελλάδα τα θέλει πίσω για να μπορέσουν να “επανενωθούν” με το έργο τέχνης από το οποίο τα πήρε ο λόρδος Έλγιν στις αρχές του 1800».
«Η αντίδραση από το Νο 10; Ακύρωσαν μια προγραμματισμένη διμερή συνάντηση, η οποία θα ήταν η πρώτη τους, την επόμενη ημέρα. Μιλάμε για διπλωματία με βαριοπούλα!»
«Εκείνη την εποχή έγινε σαφές ότι όπως ο Μπόρις Τζόνσον και η Λιζ Τρας είχαν ελαττώματα που τους καθιστούσαν ακατάλληλους για πρωθυπουργούς, έτσι και ο Σούνακ… οξύθυμος, πολύ ευέξαπτος όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλει, ανίκανος να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι δεν τον βλέπουν όπως βλέπει τον εαυτό του. Κανένα από αυτά δεν είναι καλό προσόν για έναν ηγέτη».
«Ο Μητσοτάκης ακούει τις ερωτήσεις και μετά τις απαντάει»
«Όταν βγει η συνέντευξή του με τον Έλληνα ομόλογό του, κάποιος πρέπει να αναγκάσει τον Σούνακ να την παρακολουθήσει. Ο Μητσοτάκης ακούει τις ερωτήσεις και μετά τις απαντάει, αντί να βιάζεται να περάσει τις ατελείωτα επαναλαμβανόμενες “ατάκες που πρέπει να ακολουθήσει”, που έχουν γραφτεί από το κεντρικό γραφείο των Τόρις, γνωρίζει την Ιστορία και προσπαθεί να εφαρμόσει τα διδάγματα από αυτήν -παραδέχεται τα περιστασιακά λάθη του».
«Όταν μιλάει για τις πιέσεις που δέχονται οι πολιτικοί, δεν το κάνει για να γκρινιάξει για τη δική του ζωή, αλλά για να εκφράσει τον φόβο ότι οι καλύτεροι νέοι δεν θα σκεφτούν ποτέ την πολιτική ως καριέρα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στους λαϊκιστές».
Τον συμπάθησα λόγω της στάσης του απέναντι στον λαϊκισμό, γράφει ο Άλαστερ Κάμπελ
«Η στάση του απέναντι στον λαϊκισμό -ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ήξερε πού βρισκόταν η Μπέρνλι στην Premier League και μας ευχόταν καλή επιτυχία στον αγώνα- ήταν ο κύριος λόγος που τον συμπάθησα. Έθεσε τον λαϊκισμό στο επίκεντρο της διακυβέρνησής του, προειδοποιώντας για τους κινδύνους του, εκθέτοντάς τον, αμφισβητώντας τον, νικώντας τον, αντί, όπως προσπάθησε δυστυχώς να κάνει ο Σούνακ, να τον αποδεχτεί και να κολυμπήσει στα θολά, και τελικά αυτοκαταστροφικά για τον εαυτό του και τη χώρα, νερά του. Ο αντιλαϊκισμός, προτείνει, πρέπει να γίνει μια πραγματική πολιτική δύναμη».
«Είμαι βέβαιος ότι αν είχα περισσότερο χρόνο από την ωριαία συνέντευξη και ένα πολύ απολαυστικό δείπνο, θα μπορούσα να βρω μερικά ελαττώματα, και, σίγουρα, αν και βρίσκεται αρκετά αριστερά του Σούνακ, είναι στα δεξιά μου σε μερικά μεγάλα ζητήματα. Αλλά, Θεέ μου, ήταν αναζωογονητικό να κάνω μια μακρά, λεπτομερή συνέντευξη με έναν “συντηρητικό” πολιτικό που δεν είπε ούτε μια φορά “ήμουν πολύ σαφής”… “δεν είναι αυτή η ερώτηση που θα έπρεπε να κάνετε”… “δεν είναι αυτό που ακούω από τους ανθρώπους όταν είμαι έξω και κυκλοφορώ…” και που, αντί να καυχιέται συνεχώς για το τι έχει κάνει, προσπάθησε να εξηγήσει τι προσπαθεί να κάνει τώρα και στο μέλλον και γιατί».
[…] Σας παρακαλώ, ομάδα του Σούνακ, για το συμφέρον της πολιτικής και της δημοκρατίας… βάλτε τον να ακούσει και να μάθει» καταλήγει.