«Αμοιβάδα η οποία έχει πέσει στην απόλυτη αυταπάτη της επικοινωνίας και κινήσεων προσωποπαγών» χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέας Νικόλας Σεβαστάκης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
«Για να λέμε την αλήθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και πολύ καιρό δεν ανήκε σε αυτό που λέμε ριζοσπαστική αριστερά. Είχε κάποιους τόνους επιθετικούς ένας κόσμος. Ριζοσπαστική Αριστερά είχε κάποτε, πριν 10 χρόνια, στα πλαίσια μιας δυναμικής ανόδου με το Ποδέμος, με άλλα κόμματα. (…) Άρα, νομίζω ότι δεν είναι το σημαντικό αυτό, το σύγχρονη ή το ριζοσπαστική, αν και το συμβολικό έχει πάντα ένα νόημα. Το πιο σημαντικό είναι ότι ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική διαδικασία μετάλλαξης, δεν γίνεται τώρα, είναι κάποιο καιρό. Δεν μπορείς να πεις είναι αυτό ή είναι πιο σοσιαλδημοκρατικό ή είναι πιο κεντρώο ή είναι πιο αριστερό. Είναι μια αμοιβάδα η οποία έχει πέσει στην απόλυτη αυταπάτη της επικοινωνίας και κινήσεων προσωποπαγών. Μπορεί να συνεχίζει να λέει κάποια πράγματα πολιτικά, αλλά δεν αρκεί να λες κάποια πράγματα πολιτικά, να εκφωνείς μια πρόταση αν όλο το σκηνικό πίσω σου την υπονομεύει και την ναρκοθετεί. Δηλαδή, η πολιτική είναι και η εικόνα, είναι και τα σήματα που στέλνεις προς τα κάτω», είπε χαρακτηρηστικά.
Ερμηνεύοντας το πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπως διαμορφώνεται μετά τις ευρωεκλογές, ο Νικόλας Σεβαστάκης σημείωσε: «Βλέπει κανείς κινήσεις ρευστοποίησης, κινήσεις αναζήτησης νέου αρχηγού και νέου στίγματος ενδεχομένως και η κυβέρνηση προσπαθεί νομίζω να ξανασυστηθεί ως δύναμη αλλαγών και κοινωνικής πρόνοιας, ενδεχομένως με ένα προφίλ και μεταρρυθμιστικό και κοινωνικό μέσα στα πλαίσια αυτού που λέγεται πολιτική επικοινωνία της ΔΕΘ, που έχει έναν περιοδικό χαρακτήρα, επαναλαμβάνεται άλλοτε με πολλές υποσχέσεις, άλλοτε με λιγότερες, με μικρότερο καλάθι, όπως λέμε. Πάντως είναι μια περίοδος μετακινήσεων, μετατοπίσεων που πολλές φορές δεν βλέπεις έναν προγραμματικό διάλογο, έναν πολιτικό διάλογο, αλλά βλέπεις και την αγωνία προσώπων και τη διαμάχη προσώπων και μηχανισμών πολλές φορές να έχει τον πρώτο λόγο».
Η ΔΕΘ έχει εξαντληθεί ως τρόπος επικοινωνίας
Αναφερόμενος στη ΔΕΘ, έκανε λόγο για «μια τελετουργία εισόδου στον νέο πολιτικό κύκλο κάθε χρόνου». «Αλλά νομίζω ότι έχει εξαντληθεί ως τρόπος επικοινωνίας και ακόμα και ως τελετουργικό δημιουργεί ίσως περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει και στην πόλη εδώ, η οποία είναι πολύ επιβαρυμένη και έχει και πολύ ζέστη ακόμα, είναι και αυτό το νέο κλιματικό καθεστώς που ζούμε πια. Άρα, όποιος πιστεύει, ότι μια καλά στημένη πολιτική παράσταση στη ΔΕΘ θα δώσει καινούργιο πολιτικό χρόνο ή θα δώσει πολιτική δυναμική, ας πούμε, σε μια αντιπολίτευση, νομίζω ότι αυταπατάται» ανέφερε ο κ. Σεβαστάκης.
Μιλώντας για το ΠΑΣΟΚ, σημείωσε ότι έχει ένα πλεονέκτημα που κατά κάποιον τρόπο ταυτοτικό πλεονέκτημα, vintage, με την έννοια ότι είναι «σύμφυτο με αυτά τα πενήντα χρόνια και διατηρήθηκε στον χρόνο με όλες αυτές τις κρίσεις, με όλες αυτές τις αλλαγές και ο διάλογος ή τέλος πάντων ο ανταγωνισμός είναι κόσμιος, είναι μέσα σε πολιτικά πλαίσια». «Μπορεί να μην ενθουσιάζει έναν κόσμο, μπορεί να μην συναρπάζει, αλλά παρόλα αυτά λειτουργεί πολιτικά. Αυτό του δίνει ένα πλεονέκτημα γιατί είμαστε σε μια εποχή όπου η ρευστοποίηση γίνεται αισθητή ως αρνητικό πράγμα. Δεν είναι η εποχή του 90, η εποχή της μεταρρύθμισης που έλεγε ο Μεϊμάρογλου, που ήθελαν κατά κάποιο τρόπο μια απελευθέρωση. Τώρα θέλουν περισσότερο ασφάλεια, περισσότερο προστασία, περισσότερες κάποιες βεβαιότητες. Οπότε, ίσως οι πιο κλασικότροπες μορφές πολιτικής και όχι τόσο τυχοδιωκτικά απρόβλεπτες, να έχουν ένα πλεονέκτημα. Απλώς αυτό το πλεονέκτημα δεν δημιουργεί πολλές φορές όρους κινήματος, δεν δημιουργεί μια πραγματική δυναμική, απλώς σε συντηρεί και σε ενδυναμώνει μέχρι ένα σημείο» προσέθεσε.
Σε ό,τι αφορά στην αριστερή και την κεντροαριστερή αντιπολίτευση, σημείωσε, υπάρχει ένα μεγάλο στοίχημα ότι πρέπει να εκπροσωπήσει ένα 70% που περιλαμβάνει «από εκπαιδευτικούς, από κομμάτι του εκπαιδευτικού κόσμου, κομμάτι της υπαλληλίας, κομμάτι των λαϊκών τάξεων, το οποίο πρέπει να βρει μια πολιτική διέξοδο με κάποιο τρόπο. Δεν είναι μόνο τα ζητήματα προσώπων εδώ και τα ζητήματα ύφους. Είναι και ουσιώδη ζητήματα πια».