Με την πρώτη ανάσα του φθινοπώρου, όταν τα σχολεία ετοιμάζονται να ανοίξουν τις πόρτες τους και οι οικογένειες να γεμίσουν τα καλάθια τους με μολύβια, τετράδια και σχολικές τσάντες, ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος έστειλε ένα μήνυμα που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας: η κυβέρνηση παρακολουθεί τις τιμές και ζητάει από την αγορά να τις κρατήσει χαμηλά.

Δεν πρόκειται για απλή υπενθύμιση ή για επικοινωνιακό τέχνασμα· είναι μια σαφής προειδοποίηση προς τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα: οι οικογένειες δεν μπορούν να σηκώσουν επιπλέον βάρη.

Στρατηγική και έλεγχοι για τις τιμές

Η ανακοίνωση συνοδεύτηκε από το σήμα εκκίνησης ενός νέου κύκλου ελέγχων στην αγορά και την ενεργοποίηση ενός ανανεωμένου κώδικα δεοντολογίας για τις προσφορές και τις εκπτώσεις. Πρόκειται για ένα εργαλείο που στοχεύει να βάλει τάξη στο χάος των «προσφορών» που συχνά αποδεικνύονται φούσκες: εκπτώσεις πάνω σε ήδη υψηλές τιμές ή ψεύτικες προσφορές που αφήνουν τον καταναλωτή με την αίσθηση ότι κέρδισε, ενώ στην πραγματικότητα έχασε.

Η παρέμβαση αυτή δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Πέρυσι, τον Οκτώβριο του 2024, η κυβέρνηση είχε δοκιμάσει έναν πιο ήπιο δρόμο, βασισμένο στον διάλογο και τη συνεργασία με τις επιχειρήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: εθελοντική μείωση τιμών σε περίπου 750 προϊόντα πρώτης ανάγκης, με τον πληθωρισμό σε τρόφιμα και βασικά αγαθά να σημειώνει αρνητικό πρόσημο για τέσσερις μήνες συνεχόμενα. Η εμπειρία εκείνη αποτελεί σήμερα τη βάση της επιχειρηματολογίας για να πειστούν οι επιχειρήσεις να επαναλάβουν την ίδια προσπάθεια, σε μια στιγμή που τα ελληνικά νοικοκυριά αισθάνονται ήδη βαριά την οικονομική πίεση.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς αριθμοί και ποσοστά· αφορά την καθημερινότητα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός κινήθηκε ανοδικά τους καλοκαιρινούς μήνες: από 2,8% τον Ιούνιο σε 3,1% τον Ιούλιο, με τον εναρμονισμένο δείκτη να αγγίζει το 3,7%. Οι αυξήσεις σε τρόφιμα και ενέργεια φτάνουν μέχρι και 19,3%, ενώ οι λογαριασμοί ρεύματος σχεδόν διπλασιάστηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ενοίκια εκτοξεύθηκαν πάνω από 11% και η ένδυση κινήθηκε με ρυθμό 8%. Σε αυτό το περιβάλλον, η συγκράτηση τιμών στα σχολικά είδη μπορεί να φανεί σαν μικρό, αλλά ουσιαστικό ανάχωμα απέναντι στο συνεχές κύμα ανατιμήσεων.

Ο κ. Θεοδωρικάκος δεν περιορίστηκε σε γενικές συστάσεις. Παρουσίασε έναν αναβαθμισμένο κώδικα δεοντολογίας που στοχεύει να σταματήσει τις παραπλανητικές τακτικές εκπτώσεων. «Δεν είναι θεωρητική διακήρυξη», τόνισε, «είναι εργαλείο που ήδη απέδωσε και πρέπει να εφαρμοστεί με αυστηρότητα». Παράλληλα, ενεργοποιούνται εκτεταμένοι έλεγχοι σε όλη την αγορά, με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς να παραμένουν σε διαρκή εγρήγορση. Στόχος είναι να διασφαλιστεί ότι οι καταναλωτές θα έχουν πραγματικό όφελος και ότι η αγορά θα λειτουργεί με διαφάνεια, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στο ίδιο το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Μακροπρόθεσμη πολιτική για το κόστος ζωής

Η πρωτοβουλία για τα σχολικά είδη εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο που συνδέει την οικονομική πολιτική με την κοινωνική προστασία. Ο κ. Θεοδωρικάκος έχει επανειλημμένα επισημάνει την ανάγκη παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας: λιγότερη εξάρτηση από το κράτος, περισσότερη ανταγωνιστικότητα, μείωση δημόσιου χρέους και γραφειοκρατίας, ενίσχυση της διαφάνειας στις δημόσιες συμβάσεις και μείωση της ανεργίας, η οποία, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στο 8,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, από 10,4% το προηγούμενο τρίμηνο.

Η ουσία είναι ότι αυτή η πρωτοβουλία δεν είναι μια αποσπασματική παρέμβαση. Είναι ένα μοντέλο πολιτικής που συνδυάζει την εθελοντική συνεργασία με τους φορείς της αγοράς, τη θεσμική θωράκιση με κανόνες δεοντολογίας και την κρατική εποπτεία μέσω ελέγχων. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν αυτή η τριπλή ισορροπία μπορεί να αποδώσει μακροπρόθεσμα και όχι μόνο σε στιγμές αυξημένων αναγκών, όπως το άνοιγμα των σχολείων.

Για τις ελληνικές οικογένειες, κάθε κίνηση που συγκρατεί το κόστος μετράει. Η καθημερινότητα γίνεται ολοένα και πιο ακριβή, με το καλάθι του σούπερ μάρκετ να βαραίνει, τα ενοίκια να αυξάνονται και την ενέργεια να παραμένει απρόβλεπτος παράγοντας. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση δείχνει ότι μπορεί να παρέμβει, έστω και με έμμεσο τρόπο, για να προσφέρει μια ανάσα. Αν οι μειώσεις τιμών είναι πραγματικές και όχι επικοινωνιακές, τότε η κίνηση αυτή θα θεωρηθεί θετική από πλευράς κοινωνικής ευαισθησίας. Αν όχι, κινδυνεύει να μείνει στη μνήμη ως ακόμη μια καμπάνια χωρίς ουσία.

Η αγορά φαίνεται να κατανοεί το μήνυμα. Οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι η κοινωνική αποδοχή τους περνά και μέσα από την τιμολογιακή τους πολιτική. Η εθελοντική μείωση τιμών πέρσι απέδωσε θετικά, όχι μόνο για τους καταναλωτές αλλά και για τις ίδιες τις αλυσίδες, που είδαν αύξηση της κίνησης και ενίσχυση της φήμης τους. Αν επαναληφθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο συνεργασίας κράτους και αγοράς, προς όφελος όλων.

Καθώς οι μαθητές ετοιμάζονται να επιστρέψουν στα θρανία, η πολιτική ηγεσία στέλνει το μήνυμα ότι δεν θα αφήσει ανεξέλεγκτες τις τιμές. Οι πολίτες, από την πλευρά τους, περιμένουν να δουν αν τα λόγια θα γίνουν πράξη στα ράφια των καταστημάτων.

Η τελική κρίση θα δοθεί στα ταμεία, εκεί όπου οι αριθμοί των δελτίων Τύπου μετριούνται σε πραγματικά ευρώ και σεντς. Και εκεί θα φανεί αν η «μάχη για τα σχολικά είδη» είναι μια προσωρινή ανακούφιση ή η αρχή για μια πιο ουσιαστική αλλαγή στη σχέση κράτους, αγοράς και κοινωνίας. Η αλήθεια είναι ότι για πολλές οικογένειες το παιχνίδι των τιμών στα σχολικά δεν είναι απλώς θέμα οικονομίας· είναι θέμα ανακούφισης, μικρών νικών στην καθημερινότητα και έμμεσης στήριξης στην προσπάθεια να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με αξιοπρέπεια, παρά τις προκλήσεις της εποχής.