Σε υψηλό δέκα μηνών έχει ανέβει η τιμή του πετρελαίου, μετά από τρεις  συνεχόμενες εβδομάδες σημαντικών αυξήσεων. Σήμερα, η τιμή ανά βαρέλι έχει φτάσει στα 95 δολάρια, ενώ η τάση της εξακολουθεί να εμφανίζεται αυξητική, κάτι που σημαίνει πως σύντομα ίσως ξεπεράσει και το φράγμα των 100 δολαρίων.

Όπως εκτιμάται, ο κύριος λόγος που ενισχύει την τιμή του πετρελαίου είναι η απόφαση των κυβερνήσεων της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας να περιορίσουν την ημερήσια παραγωγή τους στο ένα εκατομμύριο και τριακόσιες χιλιάδες βαρέλια αντίστοιχα. Ο περιορισμός της διαθεσιμότητας του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την αύξηση της ζήτησης -κυρίως από τις ΗΠΑ, της οποίας η βιομηχανική ανάπτυξη δεν έχει μειωθεί παρά τις πιέσεις του πληθωρισμού- έχει ουσιαστικά οδηγήσει στη συγκεκριμένη αύξηση της τιμής από το καλοκαίρι και μετά.

Προς το παρόν, τόσο η Μόσχα, όσο και το Ριάντ, επιμένουν πως θα εξακολουθήσουν να περιορίζουν την ημερήσια παραγωγή τους στα συγκεκριμένα νούμερα τουλάχιστον μέχρι το τέλος του χρόνου. Εφόσον επιμείνουν σε αυτή τη στάση, τότε η τιμή του πετρελαίου δεδομένα θα αυξηθεί περισσότερο μέσα στους επόμενους μήνες, καθώς οι χαμηλότερες θερμοκρασίες στο βόρειο ημισφαίριο αναπόφευκτα θα αυξήσουν τη ζήτηση και από την Ευρώπη, με την τιμή ανά βαρέλι να ξεπερνάει - πιθανότατα κατά πολύ - το ύψος στο οποίο βρισκόταν πέρυσι. Υπενθυμίζεται πως τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2022, η τιμή ανά βαρέλι βρισκόταν μόλις στα 91 δολάρια.

Οι συνέπειες στην ευρωπαϊκή οικονομία

Η παρατεταμένη μείωση της ημερήσιας παραγωγής του πετρελαίου αναμένεται να επηρεάσει την ευρωπαϊκή οικονομία κατά το τελευταίο τρίμηνο του έτους, με τις προβλέψεις ωστόσο να είναι ασαφείς. Ο λόγος είναι πως παρότι η αύξηση των τιμών του πετρελαίου θα αυξήσει και την τιμή του φυσικού αερίου παγκοσμίως, η ΕΕ έχει ήδη αποθηκεύσει αρκετό αέριο ώστε να καλύψει τουλάχιστον 90% των αναγκών της. Παράλληλα, η συρρίκνωση της ευρωπαϊκής οικονομίας - η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρατεταμένη γερμανική αποβιομηχανοποίηση - προμηνύει μειωμένη βιομηχανική ζήτηση για πετρέλαιο, τουλάχιστον για φέτος.

Με τα συγκεκριμένα δεδομένα, το κατά πόσο θα υποφέρει η ευρωπαϊκή οικονομία από την αύξηση στην τιμή του πετρελαίου θα καθοριστεί από τον πιο αστάθμητο παράγοντα, το κατά πόσο δηλαδή ο φετινός χειμώνας θα είναι ήπιος - όπως ήταν ο περσινός - ή όχι. Στο πρώτο σενάριο, η ανάγκη της ευρωπαϊκής οικονομίας για πετρέλαιο θα είναι εξαιρετικά μειωμένη, κάτι που θα συμβάλλει τόσο στην πτώση της τιμής ανά βαρέλι παγκοσμίως - αποδυναμώνοντας ακόμα περισσότερο τη ρωσική οικονομία - αλλά και θα οδηγήσει σε μείωση της τιμής του φυσικού αερίου διεθνώς. Στο δεύτερο σενάριο, ωστόσο, η ευρωπαϊκή οικονομία θα διψάσει για πετρέλαιο, κάτι που θα οδηγήσει στην κατακόρυφη αύξηση της τιμής του, αλλά και θα αναγκάσει την ΕΕ να ανταγωνιστεί τόσο τις ΗΠΑ, όσο και την Κίνα, για τα περιορισμένα αποθέματα της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη του ευρωπαϊκού χειμώνα θα αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα σε ό,τι αφορά το κατά πόσο η - δεδομένη, σήμερα - αύξηση των τιμών του πετρελαίου θα επηρεάσει την ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και τις οικονομίες των κρατών-μελών της ΕΕ στους επόμενους μήνες.