Με χαμηλούς τόνους συνεχίζει η Εκκλησία τον αγώνα της κατά του γάμου ομόφυλων ζευγαριών. Αυτό προκύπτει και από την εγκύκλιο που αναγνώστηκε χθες σε όλες τις εκκλησίες. Μέσα από αυτήν προκύπτει κυρίαρχα η προσπάθεια της Ιεράς Συνόδου να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της θυμίζοντας πως σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι νόμος του Κράτους (590/1977), «η Εκκλησία της Ελλάδος συνεργάζεται μετά της Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος ως… της εξυψώσεως του θεσμού του γάμου και της οικογενείας».
Αναζητώντας επιχειρήματα στην προσπάθεια να καταδικάσει τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης στην εγκύκλιο επαναλαμβάνονται τα επιχειρήματα που έχει υιοθετήσει η υπερδεξιά πτέρυγα της Βουλής περί αλλοίωσης της οικογένειας ενώ αναφέρεται ακόμα και ο Απόστολος Παύλος για να θυμίσουν ότι η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστεί από τη συνολική εκκλησιαστική παράδοση και αντιμετωπίζεται με τη μετάνοια η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.
Φυσικά δεν θα μπορούσε από την εγκύκλιο να λείπει και το ζήτημα του δημογραφικού. Καλείται δε η πολιτεία «να προβεί στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος που εξελίσσεται σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί και είναι το κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα της εποχής μας, του οποίου η επίλυση υπονομεύεται από το προς ψήφιση νομοσχέδιο και την καλούμε να υποστηρίξει τις πολύτεκνες οικογένειες που προσφέρουν πολλά στην κοινωνία και το έθνος». Βέβαια παραλείπεται να εξηγηθεί με ποιον τρόπο το νομοσχέδιο υπονομεύει την επίλυση του δημογραφικού. Επειδή όμως η Εκκλησία «αληθεύει εν αγάπη» και «αγαπά εν αληθεία» «αποδεχόμαστε βέβαια τα δικαιώματα των ανθρώπων τα οποία κινούνται σε επιτρεπτά όρια, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις του.
Η ίδια η εγκύκλιος αποκαλύπτει και τα επόμενα βήματα της Εκκλησίας: χαμηλοί τόνοι στη μεγάλη εικόνα και ελεγχόμενες κατά τόπους αντιδράσεις. Άλλωστε ο σκοπός της «να εκφράζει το θέλημα του Θεού και να καθοδηγεί ορθόδοξα τα μέλη της δεν μπορεί (όλα αυτά) να τα αποδεχθεί διότι διαφορετικά θα προδώσει την αποστολή της. Και το κάνει αυτό όχι μόνο από αγάπη στα μέλη της αλλά από αγάπη και στην ίδια την πολιτεία και τους θεσμούς της, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία και να συντελούν στην ενότητά της» επετεύχθη και ουδείς μπορεί να κατηγορήσει την ιεραρχία ότι έμεινε άπραγη. Άλλωστε έχοντας ξεκαθαρίσει πως είναι ούτως ή άλλως κατά που πολιτικού γάμου, για ομόφυλα ή ετερόφυλα ζευγάρια, στρέφεται στα εσωτερικά της ζητήματα με τις πληροφορίες να υποστηρίζουν ότι έχουν εκκινήσει ήδη οι διαδικασίες διαδοχής του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ο οποίος διανύει το 16ο έτος στο τιμόνι της ηγεσίας της Εκκλησίας.
«Κοιτάξτε, εμένα και τώρα αν παρουσιαστεί μία ομάδα Αρχιερέων και μου πει ''κουραστήκαμε, θέλουμε μία αλλαγή'', δεν θα με πείραζε. Τι θα άλλαζε; Αγάπη μπορεί να κάνεις όπου και να ’σαι. Και μάλιστα πιο ελεύθερα. Δεν σε περιορίζει κανείς. Δεν σε εμποδίζει κανείς όπου κι αν είσαι, στο μοναστήρι σου, στο σπίτι σου, μπορεί να κάνεις αγάπη. Αντίθετα, στον Σταυρό μου που κάνω, λέω Θεέ μου, θέλω να ζήσω, όπως όλοι θέλουν να ζήσουν. Αλλά θέλω να ζήσω και λίγο πιο ελεύθερος. Αν λοιπόν έρχονταν, θα με βοηθούσανε να ζήσω και αυτήν την ελευθερία. Δεν έχω πρόβλημα. Ηδη συμπληρώνω 56 χρόνια διακονίας ως κληρικός» έχει απαντήσει ο ίδιος σε σχετικό ερώτημα. Μάλιστα ολοκληρώνει και το σχέδιό του για ανανέωση της Ιεραρχίας υποχρεώνοντας μητροπολίτες σε παραίτηση. Στη ΔΙΣ έχει συσταθεί και σχετική επιτροπή που εξετάζει το θέμα των γηραιών ιεραρχών. Εφόσον τα σενάρια επιβεβαιωθούν ο αρχιεπίσκοπος θα είναι ο δεύτερος Ιερώνυμος που παραιτείται, αλλά ο πρώτος που θα το κάνει από επιλογή και δεν θα εξαναγκασθεί μιας και ο Ιερώνυμος Α' το 1973 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει έχοντας χάσει τον έλεγχο της ΔΙΣ.
Αναφορικά με τον γάμο των ομόφυλων, τα όποια περιθώρια αντίδρασης έχουν στενέψει αρκετά, μιας και αναμένεται η ψήφιση του νομοσχεδίου στις 15 Φεβρουαρίου ενώ και από πλευράς κοινωνίας δεν καταγράφεται ουσιαστική αντίδραση παρά μόνο περιορισμένες φωνές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και γραφικές. Επιπλέον, με τη διέξοδο της «αποχής» στους βουλευτές, χάνεται και το απαραίτητο περιθώριο εκβιασμού τους ώστε να μη συμπεριληφθούν σε κάποιο κυριακάτικο κήρυγμα.