Κατατέθηκε το βράδυ της Πέμπτης στη Βουλή το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Το σχέδιο νόμο του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου με τίτλο «Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις» βρισκόταν μέχρι 31 Ιανουαρίου σε στάδιο δημόσιας διαβούλευσης.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ο παρών νόμος αποσκοπεί στη διασφάλιση της αρχής της ισότητας, μέσω της επέκτασης της δυνατότητας σύναψης γάμου και σε πρόσωπα του ίδιου φύλου και στην ενίσχυση της προστασίας από διακρίσεις, προς την κατεύθυνση της υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ.

Αντικείμενο του παρόντος νόμου αποτελούν: α) η τροποποίηση του Αστικού Κώδικα, προκειμένου να αναγνωρισθεί η δυνατότητα σύναψης γάμου από πρόσωπα του ίδιου φύλου, β) οι αναγκαίες παρεμβάσεις στην εργατική νομοθεσία για την προστασία των ομοφύλων συζύγων και γονέων, γ) η διεύρυνση της προστασίας από διακρίσεις και δ) η ειδικότερη ρύθμιση σχέσεων με στοιχεία αλλοδαπότητας.

Η πορεία του νομοσχεδίου μέχρι την ψήφισή του 

Τη Δευτέρα θα εισαχθεί προς επεξεργασία στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή, ενώπιον της οποίας θα κληθούν την Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου οι αρμόδιοι φορείς για να καταθέσουν τις απόψεις τους.

Τη μεθεπόμενη Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου θα διεξαχθεί η δεύτερη ανάγνωση του νομοσχεδίου και θα εισαχθεί προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής στις 14 και 15 Φεβρουαρίου.

Η Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου 

Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, το ν/σ «θεσμοθετεί στην ελληνική έννομη τάξη τον γάμο μεταξύ δύο προσώπων ανεξάρτητα από το φύλο τους, προκειμένου να επιτευχθούν η ισότητα στον γάμο και η νομική προστασία οικογενειών».

«Η θεσμοθέτηση της ισότητας στον γάμο δημιουργεί και ισότητα στα δικαιώματα παιδιών ομόφυλων ζευγαριών, που ήδη υπάρχουν. Αυτονοήτως, το νομοσχέδιο αφορά στον πολιτικό γάμο, ως αντικείμενο ρύθμισης της κρατικής έννομης τάξης. Δεν παρεμβαίνει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή άλλων δογμάτων ή θρησκειών γνωστών στην Ελλάδα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1367 ΑΚ, να καθορίσουν τις προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό μ’ αυτήν σύμφωνα με το τυπικό και τους κανόνες του δόγματος ή του θρησκεύματος σύμφωνα με το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, ούτε περιορίζει την ελευθερία αυτή», σημειώνεται.

Επίσης, αναφέρεται: «Η προβλεπόμενη επέκταση του δικαιώματος σύναψης γάμου αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της ισότητας και της άρσης του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων σε βάρος των ομόφυλων ζευγαριών και εντάσσεται στo ευρύτερο πλαίσιο της δημιουργίας μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις. Έτσι η χώρα μας προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των χωρών που αναγνωρίζουν την ισότητα στον γάμο, από μακρού χρόνου, όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, ο Καναδάς, η Σουηδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, η Αργεντινή, η Δανία, η Γαλλία, η Βραζιλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, ή, πιο πρόσφατα, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, η Ιρλανδία, η Εσθονία, η Γερμανία, η Μάλτα, η Αυστραλία, η Ελβετία και οι ΗΠΑ (συνολικά 36 χώρες στον κόσμο)».

Υπενθυμίζεται, μάλιστα, ότι την αφετηρία για τη νομική αναγνώριση ομόφυλων συμβιωτικών σχέσεων στη χώρα μας αποτέλεσε ο ν. 4356/2015 (σ.σ.: επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), ο οποίος παρέχει-συμπληρώνοντας το προηγούμενο καθεστώς του ν. 3719/2008- τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, ρύθμιση η οποία πυροδοτήθηκε από την «καταδικαστική» για την Ελλάδα απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος.

Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι «το σύμφωνο συμβίωσης, αν και προσφέρει τόσο σε ομόφυλα όσο και σε ετερόφυλα ζευγάρια ένα συνεκτικό κανονιστικό πλαίσιο για τη ρύθμιση της συμβίωσής τους, με άξονα την ιδιωτική αυτονομία, αποτελεί έναν θεσμό οικογενειακού δικαίου εναλλακτικό προς τον γάμο, που δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον τελευταίο, όπως, εξάλλου, αποδεικνύει και η συνύπαρξη των δύο θεσμών, ως νομικών δυνατοτήτων, σήμερα, για τα ετερόφυλα ζευγάρια».

Τέλος, επισημαίνεται ότι «παραμένει, περαιτέρω, το ζήτημα της δυνατότητας σύναψης του πολιτικού γάμου, ως σύμβασης του αστικού δικαίου ανεξαρτήτως του φύλου των μελλοντικών συζύγων, και άρα και από ομόφυλα ζευγάρια, ως ειδική έκφανση της απαγόρευσης διακρίσεων με βάση το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό».