Ήταν 26 Απριλίου 1986, όταν κατά τη διάρκεια ενός πειράματος εξερράγη ο αντιδραστήρας 4 του πυρηνικού εργοστασίου του Τσέρνομπιλ. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν επιτόπου δύο από τους εργάτες του σταθμού, ενώ από τη ραδιενέργεια και τα εγκαύματα λόγω της θερμότητας πέθαναν 28 πυροσβέστες που έσπευσαν στον χώρο.

Ο Πυρηνικός Σταθμός Παραγωγής Ενέργειας του Τσέρνομπιλ βρίσκεται στην εγκαταλελειμμένη πλέον κωμόπολη Πριπιάτ της Ουκρανίας και μπήκε σε λειτουργία για τη Σοβιετική Ένωση το 1977 ως πρότυπο πυρηνικό εργοστάσιο.

Από την έκρηξη της 26ης Απριλίου ο κατεστραμμένος πυρήνας του αντιδραστήρα διασκορπίστηκε και άρχισε να φλέγεται από όπου απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες ραδιενεργών ουσιών.

Η ραδιενέργεια που σκορπίστηκε στον αέρα αποδείχτηκε καταστροφική για χιλιάδες ζωές, τη χλωρίδα και την πανίδα παγκοσμίως.

Η ποσότητα ραδιενέργειας που απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα είναι σχεδόν 200 φορές μεγαλύτερη από τη ραδιενέργεια που απελευθερώθηκε από τις δύο ατομικές βόμβες του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα μαζί.

Το Τσέρνομπιλ στην Ελλάδα

Η 26η Απριλίου του ’86 για την Ελλάδα «έπεσε» Σάββατο του Λαζάρου και οι Έλληνες είχαν αρχίσει τις προετοιμασίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και για το πώς θα γιορτάσουν το Πάσχα.

Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως από την πρώτη στιγμή άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των πολιτών διότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πότε το ραδιενεργό νέφος θα περάσει και τα δικά του σύνορα.

Η τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου αποφάσισε να λάβει μέτρα προστασίας των πολιτών μετά από αρκετές μέρες για να μη διαταραχθεί το εορταστικό κλίμα. Λέγεται, μάλιστα, πως όταν ένας επιστήμονας του Δημόκριτου αντέδρασε και ζήτησε να ενημερωθεί ο κόσμος για τους κινδύνους… απολύθηκε!

Το νέφος κινήθηκε τουλάχιστον 2.500 χιλιόμετρα μακριά και, ύστερα από μερικές ημέρες, κατέφθασε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες μάλιστα είχε χρειαστεί περίπου 24 ώρες για να καλύψει ολόκληρη τη χώρα.

Ο παρουσιαστής του δελτίου ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης εκείνης της ημέρας, Κώστας Χούντας, ξεκίνησε το δελτίο ανακοινώνοντας την είδηση – η ανακοίνωση της ΕΡΤ αρκούσε.

Κατευθείαν προκλήθηκε πανικός στον ελληνικό πληθυσμό, οι πολίτες άρχισαν να μαθαίνουν λίγα πράγματα και αποσπασματικά τη Μεγάλη Δευτέρα και κυρίως από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων τη Μεγάλη Τρίτη. Και τότε, όμως, η ενημέρωση ήταν ελλιπής.

Τα πρωτοσέλιδα στην Ελλάδα

• «Τρόμος στην Ευρώπη» είναι ο κεντρικός τίτλος στην «Απογευματινή».

• Αντίστοιχα «Τα Νέα» αναφέρουν «SOS από τη Μόσχα»

• «Ο Ριζοσπάστης»: «Ελέγχεται η κατάσταση»...

• Η «Καθημερινή» κάνει λόγο για «Πυρηνικό δέος στην Ευρώπη...» έχοντας αναφορές και στους πρώτους νεκρούς που είχαν αναφέρει οι Σοβιετικοί.

• Για «Πυρηνική κόλαση» και «βοήθεια από τους Δυτικούς» μιλά η «Μεσημβρινή»

Το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει να ζητεί από τους επιστήμονες να είναι προσεκτικοί για να μην προκληθεί πανικός.

Ουσιαστικά τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης έρχονται ακριβώς μετά το τέλος και της επιστροφής των εκδρομέων του Πάσχα, όπου και μπαίνουν οι πρώτοι περιορισμοί (με τη μορφή σύστασης) στην κατανάλωση γαλακτοκομικών και οπωροκηπευτικών προϊόντων.
Αυτό ήταν αρκετό... οι πολίτες άρχισαν πανικόβλητοι να αδειάζουν τα ράφια των σουπερμάρκετ.

Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου για αρκετά χρόνια μετά ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, δεν παρατηρήθηκε αύξηση στη συχνότητα της λευχαιμίας, εκτός από τη σπάνια βρεφική λευχαιμία, αλλά ούτε και στον καρκίνο του θυρεοειδούς.

Από την άλλη, όμως, υπολογίζεται από έρευνα της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας ότι έγιναν περίπου 2.500 τεχνητές εκτρώσεις το 1986 από γονείς οι οποίοι φοβήθηκαν τις πιθανές επιπτώσεις της ραδιενέργειας στο έμβρυο.

Επίσης, ιατρικοί κύκλοι αποδίδουν 1.500 περιπτώσεις καρκίνου (τη δεκαετία 1986-1996) που δεν δικαιολογούνταν από το ιστορικό του ασθενούς, σε πιθανές επιπτώσεις του Τσέρνομπιλ.

Ενώ ο συνολικός αριθμός των θανάτων στην περιοχή του Τσέρνομπιλ, ακόμη και σήμερα, είναι δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς λόγω της μυστικοπάθειας του τότε καθεστώτος, η οποία οδήγησε σε ελλιπή καταγραφή των σχετικών στατιστικών στοιχείων.

Ο πυρηνικός σταθμός συνέχισε να παράγει ενέργεια λόγω των μεγάλων αναγκών της χώρας μέχρι το 2000, όταν έκλεισε και ο τελευταίος αντιδραστήρας του.

Έκτοτε έχει μπει σε διαδικασία παροπλισμού, με το υπουργείο Περιβάλλοντος της Ουκρανίας να φιλοδοξεί να χρησιμοποιήσει την περιοχή για έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.