10 Απρίλιου του 1997, η κοινή γνώμη πάγωσε από την είδηση της σύλληψης του πρώτου κατά συρροήν δολοφόνου στην Ελλάδα. Το όνομά του Δημήτρης Βακρινός, αυτοκινητιστής στο επάγγελμα και αργότερα γνωστός ως ο κρανοφόρος εκτελεστής με το 45άρι.
Όταν συνελήφθη ο Βακρινός, τον Απρίλιο του 1997, ήταν καταζητούμενος για δύο δολοφονίες, εκ των οποίων η μία διπλή. Κατά την ανάκριση ομολόγησε και άλλους φόνους, τους οποίους η Αστυνομία αγνοούσε.
Το προφίλ του φιλήσυχου ανθρώπου επικρατεί όσο ο Βακρινός σκοτώνει
Στο χρονικό της δολοφονικής του δράσης σκότωσε έξι άτομα και προκάλεσε αναπηρία σε άλλους δύο ανθρώπους.
Στις 6 Αυγούστου 1987 ο Παναγιώτης Γαγλίας, 43 ετών, γνωστός και ως «πεταλούδας», ήταν το πρώτο του θύμα. Ο Βακρινός είχε προσφερθεί να τον φιλοξενήσει και την ώρα που κοιμόταν τον σκότωσε με σιδηρολοστό. Στη συνέχεια τύλιξε με νάιλον το πτώμα του και το πέταξε στο 19ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Άργους - Τρίπολης, όπου και εντοπίστηκε οκτώ μέρες αργότερα.
Η αιτία της δολοφονίας, σύμφωνα με τον δράστη, ήταν ότι παλιότερα ο Βακρινός είχε κλέψει ένα κυνηγετικό όπλο από τον Γαγλία και ο δεύτερος τον είχε απειλήσει ότι θα τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Προκειμένου να μην το κάνει, ο Βακρινός τον σκότωσε.
Στις 19 Νοεμβρίου 1993 η Αναστασία Σιμιτζή, 25 ετών, επιβιβάστηκε στο ταξί του Βακρινού, στην Αγία Βαρβάρα, σε κατάσταση μέθης. Το θύμα μαζί με τον Βακρινό πήγαν σε διάφορα μπαρ και στη συνέχεια της προτείνει το ξενοδοχείο «Γλάρος», στον Σκαραμαγκά, προκειμένου να τελειώσουν ερωτικά τη βραδιά τους... όμως, εκείνη αρνείται επειδή ήταν «κοντός».
Ο Βακρινός, για να εκδικηθεί, βρίσκει μία ερημική τοποθεσία λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Μάνδρα Αττικής και την καίει ζωντανή. Το απανθρακωμένο πτώμα της βρέθηκε την επόμενη μέρα.
Το τρίτο θύμα ήταν ο επίσης ταξιτζής, 35χρονος Θεόδωρος Ανδρεάδης. Στις 9 Ιανουαρίου 1994 ο Βακρινός προσποιήθηκε τον πελάτη, μπήκε στο ταξί του υποψήφιου θύματος ζητώντας του να τον μεταφέρει στην Κόρινθο. Στο 1ο χιλιόμετρο Ισθμού - Λουτρακίου τον σκότωσε με 45άρι πιστόλι και στη συνέχεια μετέφερε ο ίδιος το ταξί στην Ελευσίνα, όπου και το πυρπόλησε. Το πτώμα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα.
Στους αστυνομικούς αποκάλυψε ότι τον σκότωσε γιατί πριν από αρκετούς μήνες το θύμα «δεν τον άφησε να πάρει πελάτη από την πιάτσα των ταξί στην Ελευσίνα, επειδή ήταν Αθηναίος ταξιτζής».
Τέταρτο και πέμπτο θύμα ήταν τα αδέλφια Κώστας Σπυρόπουλος, 21 ετών, και Αντώνης Σπυρόπουλος, 20 ετών. Ο Κώστας είχε αγοράσει ένα μεταχειρισμένο ΙΧ από τον Βακρινό, ο τελευταίος όμως είχε κρατήσει αντικλείδι και στις 21 Δεκεμβρίου του 1995 επιχείρησε να το κλέψει έξω από το σπίτι του Σπυρόπουλου στο Μενίδι.
Όταν οι Σπυρόπουλοι τον αντιλήφθηκαν άρχισαν να τον καταδιώκουν και προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν χωρίς να γνωρίζουν ότι οπλοφορούσε. Ο Βακρινός άνοιξε πυρ και άδειασε το 45άρι πιστόλι του πάνω τους, επέστρεψε στο αυτοκίνητό του και τράπηκε σε φυγή.
Ο δράστης ομολόγησε ότι αποφάσισε να κλέψει το αυτοκίνητο γιατί θεώρησε ότι τα αδέλφια τον κορόιδεψαν, όταν στην αρχική συμφωνία η αγοραπωλησία του ΙΧ ήταν για 700.000 δρχ., αλλά τα δύο αδέλφια τού έδωσαν τελικά τα 600 χιλιάρικα.
Ο Σεραφείμ Αγιαννίδης, στις 30 Μαΐου του 1996, στο Περιστέρι ήταν το τελευταίο θύμα του. Σύμφωνα με τον Βακρινό, ο Σεραφείμ «χάλασε το προξενιό με μια κοπέλα που ήταν ερωτευμένος και γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει».
Πήγε στο σπίτι του Αγιαννίδη, στην οδό Θησέως 206, εκείνος απουσίαζε και του έστησε καρτέρι μέχρι να επιστρέψει όπου και τον πυροβόλησε θανάσιμα. Μάρτυρας του εγκλήματος ήταν η μητέρα του θύματος, η οποία ειδοποίησε την Αστυνομία.
Ο Βακρινός δεν δίστασε να ανοίξει πυρ και να τραυματίσει τους αστυνομικούς Γρηγόρη Μάμμο, 31 ετών, και Χρήστο Γεωργαντόπουλο, 24 ετών, που ήδη είχαν ανταποκριθεί στην κλήση. Για τους αστυνομικούς, πλέον, η σύλληψή του ήταν «υπόθεση τιμής». Η αστυνομία «χτένισε» όλες τις πιάτσες ταξί, άλλωστε το όνομα «Δημήτρης Βακρινός» ήταν ήδη γραμμένο στα κατάστιχά τους μετά τη δολοφονία των αδελφών Σπυρόπουλου.
Ο Βακρινός συνελήφθη τον Απρίλιο του 1997, οδηγήθηκε στην Ασφάλεια και προφυλακίστηκε.
Στην κατάθεσή του, με απόλυτη ψυχραιμία και χωρίς ίχνος μεταμέλειας, περιέγραψε τα εγκλήματά του, που όλα είχαν έναν κοινό παρονομαστή: δεν υπήρχαν εμφανή κίνητρα, όλα έγιναν δι᾽ ασήμαντον αφορμήν.
Στις 12 Μαΐου 1997 ο Βακρινός βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές Κορυδαλλού. Ο δολοφόνος είχε κρεμαστεί με τα κορδόνια των παπουτσιών του, προτού προλάβει να δικαστεί.
Οι αστυνομικοί και οι ψυχολόγοι τον χαρακτήρισαν μανιακό δολοφόνο – ένας άνθρωπος με ψυχοπαθολογικό υπόβαθρο και μειωμένη αυτοεκτίμηση που όταν διέπραττε τους φόνους «ψήλωνε» (όπως ο ίδιος είχε δηλώσει).