Στην φτώχεια και την ακρίβεια αποδίδει το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Θεοδώρα Τζάκρη. Κληθείσα να επιχειρηματολογήσει στον χαρακτηρισμό που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στα μέτρα που εξήγγειλε ο υπουργός Παιδείας με τον πρωθυπουργό, η κυρία Τζάκρη απέδωσε το φαινόμενο αυτό σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αρνητικών βιωμάτων, ξεκινώντας από τον εγκλεισμό κατά την εποχή της πανδημίας -και όσο δεν υπήρχε το εμβόλιο- μέχρι και το δυστύχημα των Τεμπών, του οποίου η «προσπάθεια συγκάλυψης» δημιουργεί ένα γενικευμένο αίσθημα ατιμωρησίας. Τώρα, το πώς από την μια η Αριστερά καταγγέλλει το «αίσθημα ατιμωρησίας», για το δυστύχημα των Τεμπών και ταυτοχρόνως, καταγγέλλει τον «τιμωρητικό χαρακτήρα» των νέων μέτρων, θα έπρεπε κάπως να μας το εξηγήσουν. Διότι, είτε είναι κανείς υπέρ της απόδοσης ευθυνών και της τιμωρίας επί της αρχής, είτε δεν είναι καθόλου. Το «à la carte» σε θέματα αρχών, είναι μόνο για τους «παπατζήδες».
Το δεύτερο -και ψεκασμένο- σημείο που τόνισε η κυρία Τζάκρη, είναι ότι για φαινόμενα τέτοιου είδους, ευθύνεται η φτώχια, στην οποία αποδίδει τον αρνητισμό και την ένταση που εισπράττουν τα παιδιά μέσα στις οικογένειές τους. Εάν αυτό το επιχείρημα είχε οποιαδήποτε λογική βάση, τότε τα σχολεία στις πιο λαϊκές γειτονιές θα έπρεπε να ήταν αρένες του μποξ, κάτι που προφανώς δεν συμβαίνει. Επίσης, θα έπρεπε ταυτοχρόνως τα σχολεία στις πιο οικονομικά εύρωστες περιοχές, να μην έχουν καν υπόψη τους το φαινόμενο του bullying, πολλώ δε μάλλον τα ιδιωτικά σχολεία. Όμως, τον περασμένο Ιανουάριο υπήρξε ένα βαρύ περιστατικό σε ιδιωτικό σχολείο της Αγίας Παρασκευής, που ενώ το περιστατικό έλαβε δημοσιότητα, οι συγκεκριμένοι ανήλικοι συνέχισαν να εκφοβίζουν το θύμα και την οικογένειά του, λέγοντας χαρακτηριστικά στον πατέρα του θύματος ότι «θα έρθουν 50 άτομα» και ότι θα του βάλουν «στο κεφάλι μια Beretta» (μάρκα όπλων, εννοώντας προφανώς πιστόλι).
Είναι προφανές ότι το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, εκκινεί από το αίσθημα της ατιμωρησίας. Όταν ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, δίχως να αντιμετωπίσει ουδεμία συνέπεια για τις πράξεις του, το μόνο που τον σταματάει, είναι οι δικοί του ηθικοί φραγμοί. Επειδή η συντεταγμένη κοινωνία δεν επαφίεται στους προσωπικούς ηθικούς φραγμούς του καθενός, προκειμένου να μην βγαίνει εκτός ορίων, θα πρέπει όλες οι αρνητικές πράξεις να έχουν αρνητικές συνέπειες. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ενήλικους, αλλά και για τους ανήλικους. Ενδιαφέρον όμως έχει το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επί υπουργίας Κώστα Γαβρόγλου, κατήργησε την πενθήμερη αποβολή, με την μέγιστη ποινή να είναι η διήμερη αποβολή, κι αυτή κατόπιν αποφάσεως του συλλόγου διδασκόντων! Ο διευθυντής του εκάστοτε σχολείου, από το 2018 μέχρι και τώρα, είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει μονάχα μονοήμερες αποβολές. Είναι λογικό να έχει ξεφύγει τόσο πολύ το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού, καθώς στην ουσία, οποιαδήποτε κακοποιητική συμπεριφορά μεταξύ των μαθητών, έμενε πρακτικά ατιμώρητη. Και αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή, όπως ήταν το ίδιο συνειδητή επιλογή και το «ξεχαρβάλωμα» των Ποινικών Κωδίκων.
Είναι καιρός να κατανοήσει ο κόσμος, ότι μπορεί η Αριστερά να έχει διάφορα αφηγήματα περί των ήπιων ποινών οριζοντίως -από τα σχολεία, έως τη Δικαιοσύνη- αλλά ούτε εκείνοι πιστεύουν ότι το «χάιδεμα» των αντικοινωνικών στοιχείων, θα τους κάνει αυτομάτως καλύτερους ανθρώπους, οι οποίοι με κάποιον «μαγικό τρόπο» θα καταλάβουν τα λάθη τους και θα αυτό-συνετισθούν. Ουδεμία απολύτως σχέση. Η Αριστερά ποντάρει στην κοινωνική αναταραχή και την διαίρεση της κοινωνίας -ας μην ξεχνάμε άλλωστε τη ρήση της Έφης Αχτσιόγλου, «η κανονικότητα δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά»- προκειμένου να μπορεί να στρατολογεί τα συγκεκριμένα αντικοινωνικά στοιχεία για τους σκοπούς της. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι λογικό να επιθυμούν οι αντικοινωνικές συμπεριφορές να μην τιμωρούνται, καθώς σκοπός της είναι να στρατολογεί αυτά τα άτομα -δια της στηρίξεως- και να τα χρησιμοποιεί. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την αντίδραση της Αριστεράς, όταν μπήκε η Αστυνομία τον Σεπτέμβριο του 2022 στις φοιτητικές εστίες της Πολυτεχνειούπολης στου Ζωγράφου, προκειμένου να συλλάβει μια εγκληματική οργάνωση Αλβανών κακοποιών -η οποία προφανώς διέμενε παράνομα για να εκμεταλλεύεται το πανεπιστημιακό άσυλο-, που έκανε από ληστείες, μέχρι εμπόριο ναρκωτικών.
Η δήλωση της Θεοδώρας Τζάκρη
Χριστίνα Βίδου: «Γιατί είναι τιμωρητικού χαρακτήρα, όσα εξήγγειλε χθες η κυβέρνηση, για τον σχολικό εκφοβισμό;»
Θεοδώρα Τζάκρη: «Θα σας εξηγήσω κυρία Βίδου. Κατ' αρχάς αυτό το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού -bullying- στα σχολεία, ή ακόμη αν θέλετε, της έξαρσης της παιδικής εγκληματικότητας, της εγκληματικότητας των ανηλίκων, έχει βαθιά κοινωνικά αίτια. Θα ξεκινήσω προϊόντος ότι αυτά τα παιδιά έχουν βιώσει μια αλυσίδα γεγονότων τα τελευταία χρόνια: από τον εγκλεισμό τους λόγω της πανδημίας, μέχρι το "έγκλημα" των Τεμπών και τη συγκάλυψή του, που έχει δημιουργήσει ένα γενικευμένο αίσθημα ατιμωρησίας. Ξέρετε ότι αυτά τα φαινόμενα, σε αυτές τις τρυφερές ηλικίες -της εφηβείας- έχουν τεράστια αρνητικότητα, αρνητική επιδραστικότητα και αυτό συμβαίνει εδώ. Αυτό όμως, είναι το πρώτο. Το δεύτερο είναι η επιβεβαίωση -δυστυχώς- της ρήσης του λαού, του ρηθέντος "η φτώχεια είναι χειρότερη μορφή βίας". Ξέρετε, τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά, βιώνουν στις οικογένειές τους έναν έντονο αρνητισμό και μια ένταση, εξ αιτίας του γεγονότος ότι οι οικογένειές τους -»
Χριστίνα Βίδου: «Πώς το ξέρετε, κυρία Τζάκρη;»
Θεοδώρα Τζάκρη: «Μα, το δείχνουν οι δείκτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, θα σας εξηγήσω -»
Κώστας Παπαχλιμίντζος: «Γίνονται και σε ιδιωτικά σχολεία, έχουμε κάνει και ρεπορτάζ».
Θεοδώρα Τζάκρη: «Σας είπα, στις περισσότερες περιπτώσεις - και αυτό δημιουργεί ένα αίσθημα θυμού, το οποίο εξωτερικεύεται κατά παντών, των συμμαθητών τους, στην κοινωνία ευρύτερα και τα λοιπά».
Χριστίνα Βίδου: «Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος στοχοποίησης συγκεκριμένων περιοχών, που όντως, μπορεί οικονομικά να είναι "πιο κάτω" σε σχέση με άλλες. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο που λέτε, σε αυτό το κομμάτι. Μη στοχοποιούμε, μη θεωρούμε, ή μη συμπεραίνουμε -»
Θεοδώρα Τζάκρη: «Αυτό είναι το δεύτερο για εμένα, αλλά είναι το πιο σημαντικό και το δείχνουν όλοι οι δείκτες. Αυτό δημιουργεί - υπάρχει και ένα τρίτο αίτιο -».
Χριστίνα Βίδου: «Εδώ είδαμε και σε περιπτώσεις όπου είναι οικονομικά ευκατάστατες οικογένειες».
Θεοδώρα Τζάκρη: «Υπάρχει και ένα τρίτο αίτιο, που θα το αναφέρω εδώ πέρα. Ξέρετε, ενώ έχουμε έξαρση της τεχνολογίας και χρήσης της τεχνολογίας το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχουμε ένα υπουργείο Παιδείας και γενικά μια κυβέρνηση-θεατή, η οποία δεν έχει κάνει μέχρι τώρα ούτε μια πολιτική, για να περιορίσει τη χρήση των τεχνολογιών στα σχολεία. Τι εννοώ: αν πάτε τώρα σε ένα σχολείο κυρία Βίδου -και αυτό είναι ευθύνη και των γονέων- είναι όλοι πάνω από ένα smartphone και το παρακολουθούν -στο σύνολο του σχολείου- και ξέρετε, αυτό δεν αφορά μόνο τα παιδιά του λυκείου, αλλά και τα παιδιά του δημοτικού και των πρώτων τάξεων του γυμνασίου (sic). Κι εκεί ακριβώς, υπάρχει και η ευθύνη των γονέων. Αυτό το θέμα, θα πρέπει να το αντιμετωπίσει συνολικά το πολιτικό σύστημα και να το εξετάσει διακομματικά. Αυτή η κυβέρνηση παραμένει θεατής τόσα χρόνια, δεν μπορεί να λύσει ένα θέμα με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα "θα σου δώσω μια αποβολή πενθήμερη, θα την φέρω από το χρονοντούλαπο της ιστορίας". Για εμένα το πιο βασικό αίτιο είναι η αντιμετώπιση της φτώχειας. Αν δεν αντιμετωπιστεί η ακρίβεια, αν δεν αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα, αν δεν υπάρξουν ευρύτερα παιδαγωγικά προγράμματα, για γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς και κυρίως -να πω και μια άλλη πρόταση- ο συμπαραστάτης της οικογένειας είτε στην τοπική αυτοδιοίκηση, είτε σε οποιονδήποτε δημόσιο θεσμό, που να δώσει συμβουλή και καθοδήγηση σε αυτές τις οικογένειες, γιατί τα φαινόμενα αυτά είναι ευρύτατα».