Διαβάζω περί παραίτησης του Αλέξη Χαρίτση από τη θέση του προέδρου της Νέας Αριστεράς και έχω χάσει το μέτρημα στις παραιτήσεις-αλλαγές προέδρων της αντιπολίτευσης κατά τη δεύτερη τετραετία της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και –πιστέψτε με– μόνο τυχαία δεν είναι η σύνδεση των γεγονότων μεταξύ τους.

Ο Αλέξης Τσίπρας, μετά τη συντριβή του στις εθνικές εκλογές του 2023 –από τον Κυριάκο Μητσοτάκη– και αφού έψαξε διακαώς τον διάδοχό του στην Αμερική, εισήγαγε τον Στέφανο Κασσελάκη στην πολιτική σκηνή και αποχώρησε, αφήνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε σίγουρα χέρια για τη διάλυσή του, αφού τελικά κατέληξε στον Φάμελλο και σε ποσοστά μονοψήφια.

Ο δε Κασσελάκης, αφού πήρε την μπουκιά από το στόμα των παλιών συντρόφων που περίμεναν καρτερικά ως τότε να έρθει η ώρα που θα γίνουν πρόεδροι, έφυγε εν τέλει και αυτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, διωκόμενος από το πολακαίικο και τους λοιπούς κι έκανε το δικό του κόμμα που, για την ακρίβεια δηλαδή, κόμμα ακούμε και κόμμα δεν βλέπουμε.

Καλά για το ΠΑΣΟΚ τι να πρωτοπεί κανείς: κι αυτοί σε εσωκομματικές πήγαν, πάλι τον ίδιο πρόεδρο εξέλεξαν, χαΐρι δεν βρήκαν και πάλι ψάχνονται και γκρινιάζουν, αφού φάνηκαν αδύναμοι να κρατηθούν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που τους ξημέρωσε, και πάλι έχουμε ΠΑΣΟΚ σε σοκ.

Και τώρα, η Νέα Αριστερά που θα αλλάξει σελίδα και που το αυτί μου πήρε για φωνές από το εσωτερικό της που απαιτούν την επιστροφή στη μαμά Κουμουνδούρου.

Πρώτη φορά στα χρονικά βλέπουμε τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πέφτουν με κρότο, πρώτη φορά πέφτει η αντιπολίτευση αντί να πέφτει η κυβέρνηση. Μάλιστα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Νέα Δημοκρατία σε ανοδική πορεία και πάλι, στα μέσα της δεύτερης τετραετίας της, εκεί χρονικά που παραδοσιακά έρχεται το πολιτικό τέλος της εκάστοτε κυβέρνησης και αρχίζει η εκάστοτε αντιπολίτευση να ετοιμάζεται για το Μέγαρο Μαξίμου.

Δεν έτυχε – με Μητσοτάκη πέτυχε.