Τον κώδωνα του κινδύνου για τις οικονομικές συνέπειες της λειψυδρίας κρούει, σε νέα έκθεσή της, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS)

Η BIS γνωστή ως «η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών», «χτυπά καμπανάκι» ενώ η Αττική αντιμετωπίζει την οξύτερη κρίση επάρκειας υδάτινων πόρων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Εξετάζοντας δεδομένα από 169 χώρες για την περίοδο 1990–2020, οι μελετητές της BIS σημειώνουν ότι η ανεξέλεγκτη λειψυδρία μπορεί να προκαλέσει αύξηση του κόστους ζωής, μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και επιβράδυνση των επενδύσεων, πέραν των σοβαρών επιπτώσεων που έχει στην καθημερινή ζωή.

Η μεγαλύτερη αρνητική επίδραση καταγράφεται στον πληθωρισμό, καθώς για κάθε βαθμό μείωσης του διαθέσιμου γλυκού νερού οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται πως αυξάνονται κατά 2,1% έως 2,2%, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ακόμη μεγαλύτερων ανατιμήσεων.

Αντίστοιχα, για την απώλεια κάθε μονάδας γλυκού νερού υπολογίζεται πως οι επενδύσεις μειώνονται κατά σχεδόν 0,3%, ενώ το ΑΕΠ υποχωρεί κατά περίπου 0,1%.

Μάλιστα, η επίδραση της λειψυδρίας δεν είναι μόνο τοπική, καθώς αν πληγεί μία πολυπληθής περιφέρεια όπως η Αττική, μπορεί να επιβαρυνθούν οι πόροι ή να συρρικνωθεί η οικονομική δραστηριότητα και άλλων περιοχών, επιτείνοντας το πρόβλημα.

Η οικονομική διάσταση έρχεται να προστεθεί σε μία ούτως ή άλλως σκληρή πραγματικότητα για την πρωτεύουσα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δει τα αποθέματα των κύριων ταμιευτήρων υδροδότησης να μειώνονται δραστικά, ενώ η ζήτηση παραμένει αμείωτη και η κλιματική αλλαγή δυσκολεύει τη φυσική αναπλήρωση των υδάτων.

Προσπάθειες αντιμετώπισης του προβλήματος

Με το λεκανοπέδιο να βρίσκεται ενώπιον δύσκολων ημερών ως προς την εξοικονόμηση νερού, η ΕΥΔΑΠ και η κυβέρνηση υλοποιούν πρόγραμμα έργων ύψους 2,5 δισ. ευρώ σε βάθος δεκαετίας, με παρεμβάσεις τόσο στην ύδρευση όσο και στην αποχέτευση, ώστε αφενός να μειωθούν οι απώλειες από διαρροές και αφετέρου να διασφαλιστεί η επαναχρησιμοποίηση νερού από μη οικιακούς καταναλωτές.

Υπό αυτό το πρίσμα, η διαχείριση της λειψυδρίας, ώστε να αμβλυνθούν οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία.

Σε περσινή έκθεσή του για την επάρκεια νερού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) σημειώνει ότι, πέραν της ορθολογικής χρήσης, της επαναχρησιμοποίησης και της αντιμετώπισης των διαρροών στα δίκτυα, η αναθεώρηση της τιμολόγησης «μπορεί να ενισχύσει την εφαρμογή» των υπόλοιπων μέτρων, καθώς λειτουργεί ως «σήμα» για τη συγκράτηση ή τον περιορισμό της κατανάλωσης, τόσο από τους πολίτες όσο και από τη βιομηχανία και τον πρωτογενή τομέα.