Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη ζωή του Πρίγκιπα Φίλιππου αποτέλεσε η μητέρα του. Η γυναίκα από την οποία δεν είχε παιδικές μνήμες αλλά πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής στο πλευρό του φροντίζοντας τα εγγόνια της.

Η Βικτωρία Αλίκη Ελισάβετ Ιουλία Μαρία γεννήθηκε στο κάστρο του Oυίνδσορ και ήταν το πρώτο παιδί του Λουδοβίκου του Μπάττενμπερκ, αξιωματικού του αγγλικού Πολεμικού Ναυτικού και μετέπειτα ναυμάχου του στόλου, και της Βικτωρίας της Έσσης και παρά τω Ρήνω, εγγονής της βασίλισσας Βικτωρίας. Η γιαγιά της (από την πλευρά της μητέρας της) ήταν η Αλίκη του Ηνωμένου Βασιλείου.

Στα δεκαεπτά της η Αλίκη ήταν αρκετά όμορφη. Τον Ιούνιο του 1902 στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τον Ανδρέα της Ελλάδας, ο οποίος είχε ταξιδέψει με την οικογένειά του για την στέψη του νέου βασιλιά της Αγγλίας, Εδουάρδου Ζ΄. Σύντομα αρραβωνιάστηκαν, χωρίς επίσημες διαδικασίες, αλλά λόγω της στρατιωτικής ιδιότητας του Ανδρέα το ζευγάρι ήταν αναγκασμένο να ζήσει χωριστά για λίγους μήνες. Ο δεσμός μεταξύ των δύο νέων συνάφθηκε υπό την πλήρη άγνοια των γονιών και σε καμία περίπτωση δεν ήταν απότοκος κάποιου συνοικεσίου.,

Στις 6 Ιανουαρίου του 1904 το ζευγάρι έφτασε στον Πειραιά, όπου κόσμος και πολιτικοί παράγοντες του τόπου τους περίμεναν. Εγκαταστάθηκε στα βασιλικά ανάκτορα, όπου διέμεναν και τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελλάδα δεν έλειψαν και τα ταξίδια στο εξωτερικό και κυρίως στην Αγγλία και τη Μάλτα. Το 1907 μετακόμισε στο Τατόι. Με την επανάσταση στο Γουδί ο πρίγκιπας Ανδρέας αναγκάσθηκε να παραιτηθεί από το στράτευμα και ουσιαστικά αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή της Αθήνας. Τον Μάιο του 1910 παρευρέθηκαν στην κηδεία του Εδουάρδου Ζ΄ και πραγματοποίησαν και κάποιες επισκέψεις στο Παρίσι. Το 1911 ο Ανδρέας επέστρεψε πάλι στο στράτευμα.

Με το ξεκίνημα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου η Αλίκη έσπευσε να συνεισφέρει ως εθελόντρια στο έργο του Ερυθρού Σταυρού και των άλλων οργανώσεων. Στη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Θεσσαλονίκη, τα Σέρβια, ίδρυσε νοσοκομεία, στα οποία συμμετείχε και η ίδια προσφέροντας βοήθεια ως νοσοκόμα. Γι’ αυτό τιμήθηκε από τον βασιλιά της Αγγλίας με το παράσημο του Ερυθρού Σταυρού.

Όταν δολοφονήθηκε ο Γεώργιος Α΄ και αφού έγινε η κηδεία του, ανοίχθηκε η διαθήκη του, σύμφωνα με την οποία άφηνε το παλάτι του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα στον Ανδρέα και την Αλίκη. Λίγο αργότερα η Αλίκη εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.

Τα πολιτικά γεγονότα στην Αθήνα οδήγησαν στη δημιουργία δύο κυβερνήσεων, μίας φιλοβασιλικής στην Αθήνα και μίας στη Θεσσαλονίκη υπό την προεδρία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά ύστερα από συγκρούσεις και διεθνείς πιέσεις ο Κωνσταντίνος Α΄ εγκατέλειψε την Ελλάδα στις 14 Ιουνίου 1917 από τον Πειραιά και παραχώρησε, καθ’ υπόδειξη, τον θρόνο στον δευτερότοκο Αλέξανδρο Α΄. Έτσι όμως όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση ήταν αδύνατη η παραμονή του Ανδρέα και της Αλίκης.

Εγκατέλειψαν λοιπόν την Κέρκυρα και εγκαταστάθηκαν στο Σαιν Μόριτς της Ελβετίας, όπου είχε καταφύγει ολόκληρη η βασιλική οικογένεια. Η Αλίκη σύντομα ξεκίνησε ταξίδια στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Μάλτα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Ελβετία συνέβησαν αρκετά περιστατικά, που τάραξαν την οικογενειακή της γαλήνη, όπως η δολοφονία από την Τσέκα (μυστική αστυνομία του Λένιν) της θείας της, Ελισάβετ, η οποία ανακηρύχθηκε Αγία, και η εκθρόνιση του θείου της Ερνέστου Λουδοβίκου, μεγάλου δούκα της Έσσης και παρά τω Ρήνω. Στην εξορία ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τον μυστικισμό.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 το κόμμα των Φιλελευθέρων ηττήθηκε και το κόμμα της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως υπό τον Δημήτριο Γούναρη ανήλθε στην εξουσία. Αμέσως επιδίωξε και πέτυχε να επαναφέρει τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ στον θρόνο. Τον Νοέμβριο η Αλίκη έφτασε στην Κέρκυρα και από εκεί ταξίδεψε στην Αθήνα. Τελικά εγκαταστάθηκε στο παλάτι του Μον Ρεπό, όπου γέννησε και τον μοναδικό γιο της οικογένειας, Φίλιππο της Ελλάδας. Τον Ιούλιο του 1922 και παρ’ όλη την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, ταξίδεψε στην Αγγλία για να παρευρεθεί στο γάμο του αδελφού της Λουδοβίκου του Μπάττενμπερκ, με την Εντουίνα Άσλεϋ.

Στις 19 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Ελλάδα, έχοντας να αντιμετωπίσει μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Ελληνικός Στρατός είχε υποστεί ολοκληρωτική ήττα στην Μικρά Ασία από τον αντίστοιχο της Τουρκίας, επαναστατική κυβέρνηση είχε ανατρέψει την κυβέρνηση και ειδικό δικαστήριο, γνωστό και ως Δίκη των Έξι, είχε συλλάβει τους υπαιτίους, κατ’ αυτό, της ήττας. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Ανδρέας, ο οποίος οδηγήθηκε στην Αθήνα στις 26 Οκτωβρίου. Τελικά καταδικάστηκε σε επ’ αόριστον αποπομπή από την Ελλάδα.

Τον Δεκέμβριο του 1922 ο Ανδρέας και η Αλίκη αναχώρησαν από το Φάληρο, με μια στάση στην Κέρκυρα, για το Μπρίντιζι με το πλοίο Καλυψώ.

Μετά την εξορία της η Αλίκη και ο Ανδρέας πήγαν αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Η ζωή της ήταν σχετικά ανέμελη ενώ ταξίδευε συχνά. Τους πρώτους μήνες μάλιστα πραγματοποίησε και ένα υπερατλαντικό ταξίδι στις ΗΠΑ. Παράλληλα ασχολείτο με την ανατροφή των παιδιών της. Στις 3 Νοεμβρίου του 1925 η αδελφή της Λουίζα παντρεύτηκε τον χήρο Γουσταύο Αδόλφο, πρίγκιπα (μετέπειτα βασιλιά) της Σουηδίας, στο Λονδίνο, όπου η Αλίκη παρευρέθηκε. Η ζωή της στο Παρίσι ήταν αδιάφορη, αφού εκεί δεν είχε να ασχοληθεί με κάτι συγκεκριμένο.

Στις 20 Οκτωβρίου του 1928 η Αλίκη έγινε δεκτή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η απόφασή της ήταν καθαρά προσωπική και επηρεασμένη απο τη ζωή της θείας της, Ελισάβετ. Ξαφνικά άρχισε να παρατηρείται μια ψυχική κούραση, η οποία σύμφωνα με την Βιργινία Σιμοπούλου[ii] πιθανόν να οφειλόταν στην αγάπη της για έναν Άγγλο, που τελικά έληξε άδοξα. Σημασία έχει ότι η Αλίκη άρχισε να συμπεριφέρεται παράξενα εκθέτοντας την οικογένειά της με τις διάφορες περίεργες θρησκευτικές απόψεις. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι λάμβανε μηνύματα από τον Θεό και ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.

Ο Ανδρέας απευθύνθηκε στη πεθερά του Βικτωρία προκειμένου να βρεθεί κάποια λύση. Τελικά αποτάθηκαν στον γυναικολόγο της Δόκτωρα Λούρο, ο οποίος συμφώνησε να εισαχθεί στο ίδρυμα του Δόκτωρα Σίμμελ, τον οποίο είχε προτείνει η γνωστή ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγος του Γεωργίου της Ελλάδας. Η διάγνωση του Σίμμελ ήταν ότι η Αλίκη έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, αφού πίστευε ότι ήταν παντρεμένη με τον Χριστό.

Στις 2 Μαΐου του 1930 μεταφέρθηκε εκεί, αφού είχε πρώτα επισκεφθεί τους συγγενείς της στο σανατόριο του Λούντβιχ Μπίνσβανγκερ της κλινικής Μπελβύ στο Κροϊτσλίνγκεν της Ελβετίας. Η μεταφορά της πραγματοποιήθηκε χωρίς την θέλησή της. Από αυτό το σημείο και μετά η σχέση της με τον Ανδρέα έπαψε να υπάρχει, αφού μέχρι τον θάνατο του δεύτερου συναντήθηκαν περί τις δύο-τρεις φορές. Στο σανατόριο η κατάστασή της δεν ήταν σταθερή. Υπήρχαν ημέρες όπου πάθαινε κρίσεις και άλλες που απλώς καθόταν ήσυχη. Πάντα όμως υποστήριζε τις θρησκευτικές της απόψεις. Το 1932 προσπάθησε να αποδράσει χωρίς επιτυχία.

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1932 μεταφέρθηκε στο σανατόριο Μάρτινσμπρουν στο Μεράνο της Ιταλίας. Μέχρι το 1936 διέμεινε στην Ιταλία, όχι όμως και στο σανατόριο, ζώντας μια ήρεμη ζωή χωρίς να έχει ξεπεράσει απόλυτα το πρόβλημά της. Το Νοέμβριο του 1936 μετακόμισε στο Μπράιμπαχ της Κολωνίας, όπου ζούσε με την οικογένεια Μάκβιτζ. Ήδη από το 1932 και μετά άρχισε να δείχνει σημάδια βελτίωσης, γι’ αυτό και οι κόρες της άρχισαν να την προσκαλούν να κάνουν διακοπές μαζί.

Στις 16 Νοεμβρίου του 1937 συνέβη ένα τραγικό περιστατικό. Το αεροπλάνο, το οποίο μετέφερε την κόρη της Καικιλία με τον σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά, συνετρίβη, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο. Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 23 Νοεμβρίου και εκεί συνάντησε για πρώτη φορά από το 1931 τον σύζυγό της Ανδρέα καθώς και τον αδελφό της Λουδοβίκο, που είχε να τον δει από το 1929. Παρόλο που συνομίλησε με τον Ανδρέα, η σχέση τους είχε πια διαλυθεί, διαλέγοντας ο καθένας χωριστούς δρόμους.

Στις 8 Απριλίου του 1938 απεβίωσε ο αδελφός της Γεώργιος. Μετά εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, έχοντας ήδη αρχίσει να σκέπτεται την επιστροφή της στην Ελλάδα. Γι’ αυτό είχε συναντηθεί και με τον Μενέλαο Μεταξά, στρατιωτικό ακόλουθο του Ανδρέα.

Το Νοέμβριο του 1938 η πριγκίπισσα Αλίκη επέστρεψε για πρώτη φορά μετά την φυγή της από την Ελλάδα το 1922. Σύντομα διάλεξε να εγκατασταθεί στην οδό Κουμπάρη 8, απέναντι από το Μουσείο Μπενάκη. Το καλοκαίρι ήρθε να μείνει για λίγες εβδομάδες και ο γιος της Φίλιππος, ο οποίος αργότερα απαρνήθηκε τον τίτλο του πρίγκιπα της Ελλάδας και της Δανίας προκειμένου να υπηρετήσει στο Αγγλικό Ναυτικό.

Με το ξεκίνημα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Αλίκη δυσκολευόταν να επικοινωνήσει με τις δύο κόρες της, που έμεναν στη Γερμανία. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα είχε νικήσει τους Ιταλούς και υπήρχε θετικό κλίμα στους κύκλους της βασιλικής οικογένειας. Λίγους μήνες αργότερα όμως οι Γερμανοί, αφού εισέβαλαν στην Γιουγκοσλαβία, κατήλθαν έτσι ώστε να βοηθήσουν την Ιταλία. Τον Απρίλιο του 1941 εισήλθαν στην Αθήνα. Η βασιλική οικογένεια και η κυβέρνηση είχαν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα στις 23 του μήνα. Ο Γεώργιος Β΄ και ο αδελφός του Παύλος μετέβησαν στο Λονδίνο, ενώ τα άλλα μέλη εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και τη Νότιο Αφρική.

Η Αλίκη, με τη σκέψη να ενισχύσει τους Έλληνες στις δύσκολες στιγμές, έμεινε στην Αθήνα. Εκεί παρέμεινε και η Ελένη Βλαδιμήροβνα, σύζυγος του Νικολάου της Ελλάδας και της Δανίας. Τον Ιούλιο του 1942 μετακόμισε στο σπίτι τού Γεωργίου της Ελλάδας στην οδό Ακαδημίας.

Η Αλίκη άρχισε να διοργανώνει συσσίτια και να συμμετέχει εθελοντικά στην διανομή τους. Ενδεικτικό της προσφοράς της ήταν ότι η Αλίκη, αν και προμηθευόταν τρόφιμα, είχε χάσει 26 κιλά. Τον Μάιο του 1942 ταξίδεψε στη Σουηδία και στο Βερολίνο, όπου συναντήθηκε με την αδελφή της και τα παιδιά της αντίστοιχα. Την περίοδο της Κατοχής η Αλίκη είχε αναλάβει την διαχείριση πολλών ορφανοτροφείων και συσσιτίων, προσφέροντας σημαντικό κοινωνικό έργο. Όχι μόνο υποτιμούσε τους αξιωματικούς των Γερμανών, αλλά τόλμησε και να προστατέψει στο σπίτι της μια οικογένεια Ελλήνων Εβραίων, πράξη για την οποία τιμήθηκε αργότερα.

Η οικογένεια Κοέν, εβραϊκής καταγωγής, είχε σχέσεις με την βασιλική οικογένεια και μάλιστα ένα μέλος της, ο Χαϊμακί, είχε εκλεγεί και βουλευτής. Τα παιδιά του αναγκάστηκαν με τον φόβο της σύλληψης να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Μετά από μεσολάβηση της συζύγου του πρώην πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη, και της Δεληγιάννη, η Ραχήλ Κοέν και η κόρη της Τίλδη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της Αλίκης, χωρίς να βγαίνουν από αυτό. Τα άλλα μέλη της οικογένειας κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Η ίδια η Αλίκη δεν αναφέρθηκε ποτέ γι’ αυτό το γεγονός το οποίο μαθεύτηκε μετά τον θάνατό της. Στο διάστημα 1943-1944 απεβίωσαν ο σύζυγος της κόρης της Σοφίας, Χριστόφορος της Έσσης, καθώς και ο σύζυγός της, Ανδρέας, θάνατο που έμαθε καθυστερημένα.

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου η Αλίκη ζούσε μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Η κόρη της Σοφία παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Γεώργιο Γουλιέλμο του Αννοβέρου, ενώ ο γιος της Φίλιππος νυμφεύτηκε την διάδοχο του βρετανικού θρόνου, Ελισάβετ. Αναμφίβολα ο δεύτερος γάμος ήταν και ο σημαντικότερος.

Στις 20 Νοεμβρίου τελέστηκε η γαμήλια τελετή στο Αββαείο του Ουέστμινιστερ. Μετά από μερικούς μήνες επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1949 αγόρασε ένα διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ 61 στο Κολωνάκι. Τον ίδιο χρόνο μετακόμισε στην Τήνο για να ιδρύσει μια μοναστηριακή αδελφότητα. Είχε ήδη αρχίσει να φοράει μοναστηριακή αμφίεση, αμφίεση που την διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Πράγματι η Αλίκη εγκαταστάθηκε στην Τήνο και άρχισε να κατασκευάζει το μοναστήρι σε ιδιόκτητο χώρο της εκκλησίας της Παναγίας της Τήνου. Η Αλίκη όμως δεν ήταν πραγματική μοναχή, αφού δεν ακολουθούσε τους αυστηρούς κανόνες, που επέβαλε στο μοναστήρι. Το καλοκαίρι του 1949 αποφάσισε τελικά να επιστρέψει στην Αθήνα και να ιδρύσει εκεί το μοναστήρι της. Προκειμένου να βρει χρηματικούς πόρους ταξίδεψε στην Αμερική.

Τον Σεπτέμβριο του 1950 ταξίδεψε στην Αγγλία στην μητέρα της Βικτωρία, που ήταν άρρωστη, η οποία τελικά στις 23 του ίδιου μήνα απεβίωσε και τάφηκε δίπλα στον σύζυγό της Λουδοβίκο στο κοιμητήριο του Ουίπιγχαμ. Το 1952 πραγματοποίησε και δεύτερη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες για συγκέντρωση χρημάτων για το μοναστήρι που σχεδίαζε. Στις 2 Ιουνίου του 1953 πραγματοποιήθηκε η στέψη της Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου και παρευρέθηκε η Αλίκη. Παράλληλα συνέχιζε τη φιλανθρωπική της δραστηριότητα, οργανώνοντας στο μοναστήρι μικρό ιατρείο. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1950 η αδελφότητα, λόγω περιορισμένης δραστηριότητας, σταμάτησε τη λειτουργία της. Από το 1953 είχε ήδη εγκατασταθεί στο νέο της διαμέρισμα στην Πατριάρχου Ιωακείμ 7.

Τον Ιανουάριο του 1955 η Αλίκη έχασε μια φίλη, η οποία την είχε στηρίξει σχεδόν σε όλη της τη ζωή: η Βιργινία Σιμοπούλου, κυρία επί των τιμών, απεβίωσε από εγκεφαλικό. Την θέση της κυρίας Σιμοπούλου πήρε μια γειτόνισσα της Αλίκης, η Κίττυ Βαλαωρίτη. Τον Ιανουάριο του 1960 ταξίδεψε στην Ινδία, κατόπιν προσκλήσεως της υπουργού Υγείας Αμρίτ Καούρ. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1965 η Αλίκη ταξίδεψε στην Σουηδία για να ενισχύσει ψυχολογικά την άρρωστη αδελφή της Λουίζα, σύζυγο του Γουσταύου ΣΤ΄ της Σουηδίας, η οποία τελικώς απεβίωσε στις 7 Μαρτίου του 1965 στο νοσοκομείο του Σαιντ Γκόαν της Στοκχόλμης της Σουηδίας και ενταφιάστηκε στο βασιλικό κοιμητήριο της Στοκχόλμης.

Στις 21 Απριλίου του 1967 ξέσπασε στην Αθήνα το στρατιωτικό πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Η Αλίκη για ασφάλεια εγκαταστάθηκε στα βασιλικά ανάκτορα, αλλά λίγες ημέρες αργότερα επέστρεψε στο διαμέρισμά της. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου η Αλίκη αναχώρησε μόνιμα για την Αγγλία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Κάστρο του Ουίνδσορ και στη συνέχεια στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Τον Δεκέμβριο ο Κωνσταντίνος Β΄ της Ελλάδας, ύστερα από αποτυχημένο αντιπραξικόπημα, αναγκάστηκε να καταφύγει μαζί με την οικογένειά του στη Ρώμη. Παρ’ όλα αυτά η ελληνική πρεσβεία δεν αντιτίθετο σε ενδεχόμενη επιστροφή της Αλίκης στην Ελλάδα. Μέχρι το θάνατό της η ζωή της κύλησε ήσυχα ζώντας στα δωμάτια του Μπάκιγχαμ και φροντίζοντας τα εγγόνια της.

Απεβίωσε την ώρα που κοιμόταν στα προσωπικά διαμερίσματά της στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ σε ηλικία 84 ετών στις 5 Δεκεμβρίου του 1969. Έπασχε από χρόνια βρογχίτιδα και ο θάνατός της δεν αιφνιδίασε τα μέλη της οικογένειας. Η κηδεία τελέστηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου στο Ουίνδσορ παρουσία της Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, του Φιλίππου του Εδιμβούργου, του Κωνσταντίνου Β΄ της Ελλάδας καθώς και άλλων μελών των βασιλικών οικογενειών της Ευρώπης. Ενταφιάστηκε στη βασιλική στοά του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου.

Η επιθυμία της Αλίκης ήταν να ταφεί δίπλα στην θεία της, Ελισάβετ Φεοντόροβνα. Όμως λόγω τυπικών και διπλωματικών προβλημάτων δεν κατέστη δυνατή η ταφή της. Τελικά τον Αύγουστο του 1988, η σορός της μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ και ενταφιάστηκε στον κήπο της Γεσθημανής υπό την παρουσία συγγενών της και του Ορθόδοξου Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ.

Στις 11 Απριλίου του 1993 απονεμήθηκε στην Αλίκη ο τίτλος του Δικαίου των Εθνών για το γεγονός ότι κινδύνευσε, προκειμένου να σώσει τη ζωή Εβραίου.

Το βραβείο παρέλαβαν ο Φίλιππος του Εδιμβούργου και η Σοφία του Αννοβέρου στις 31 Οκτωβρίου του 1994 στην Ιερουσαλήμ.