Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Πίσω από το θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη στις κάλπες της Κυριακής υπάρχει και η πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, η οποία έχει καθαρές όσο και πολλαπλές ερμηνείες. Μια εύκολη ανάγνωση, για παράδειγμα, είναι ότι ζητούσαν επίμονα τιμωρητική και όχι προγραμματική ψήφο. Ή ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν πήρε το σκληρό μήνυμα από τις διαδοχικές ήττες στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις του 2019, αλλά θεωρούσε ότι του... χρωστάει η ζωή και ότι είναι πρωθυπουργός εν αναμονή.
Από την άλλη πλευρά, το κυριακάτικο αποτέλεσμα επιβεβαίωσε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ότι τις εκλογές κερδίζει αυτός που έχει καθαρή στρατηγική και προγραμματικές θέσεις. Αυτός που μπορεί να εκπέμψει ένα καθαρό και στιβαρό μήνυμα ότι «μπορεί να κάνει τη δουλειά». Οτι μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα και να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες
των πολιτών ύστερα από μία επώδυνη δεκαετία κρίσης, η έξοδος από την οποία έχει ακριβώς αλλάξει τις προτεραιότητες του εκλογικού σώματος και έχει θέσει ως διακύβευμα και διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα κόμματα και τους αρχηγούς τους την εγγύηση της –πολιτικής και εν γένει– σταθερότητας.
Κάτι που δεν κατάφερε να συνειδητοποιήσει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία από το 2019 και κυρίως κατά την προεκλογική περίοδο επένδυσε στην αναβίωση του διχασμού της
περιόδου 2012-2015. Μόνο δηλαδή τους «Αγανακτισμένους» δεν κατέβασε στις πλατείες...
Η Νέα Δημοκρατία, από την άλλη, είχε τέσσερα χρόνια που έδωσε εξετάσεις σε όλα αυτά και πέτυχε. Γι’ αυτό και δημιούργησε ένα ισχυρό κοινωνικό ρεύμα, κεφαλαιοποιώντας την επιτυχημένη διαχείριση των αλλεπάλληλων κρίσεων (Εβρος, πανδημία, ενεργειακό, πόλεμος στην Ουκρανία κ.ά.), την ψηφιοποίηση του κράτους, την ισχυροποίηση της
παρουσίας της Ελλάδας στο εξωτερικό, την οικονομική και επενδυτική ανάκαμψη.
Εικονική πραγματικότητα
Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ παγιδεύτηκε σε έναν στείρο «αντιμητσοτακισμό» και στην κριτική κατά της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, η οποία πήρε διαστάσεις δαιμονολογίας, ιδίως εμμένοντας μονοθεματικά στην υπόθεση των υποκλοπών, που φάνηκε εξαρχής ότι αφήνει αδιάφορους τους πολίτες. Παρουσίασε, δε, προς το τέλος της προεκλογικής περιόδου μια εικονική πραγματικότητα που θυμίζει το «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Λουίτζι Πιραντέλο και που θύμισε τα... μαγκάλια του 2012 και τα παιδιά που «λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία».
Κυρίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας απέτυχαν να προβάλουν εαυτούς ως μια σοβαρή εναλλακτική λύση στις στιγμές κατά τις οποίες η κυβέρνηση δοκιμάστηκε ως προς τη διαχείριση κρίσεων και η δημοτικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη υπέστη πλήγμα. Το αφήγημα της Κουμουνδούρου ήταν το ίδιο και μονότονο: διαρκείς επιθέσεις κατά των ΜΜΕ και αφορισμοί για «108» και «λίστες Πέτσα» και κατασκευή φανταστικών εχθρών στον δημοσιογραφικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμονές των εκλογών τον Διονύση Σαββόπουλο.
Παράλληλα, ξεπατίκωσε συνθήματα της δεκαετίας του 1980 και ο Αλέξης Τσίπρας το... τερμάτισε ως κακέκτυπο του Ανδρέα Παπανδρέου, νομίζοντας ότι η Ιστορία θα επαναληφθεί επειδή κι εκείνος είχε απέναντί του έναν Μητσοτάκη. Αλλά στο τέλος της ημέρας το μόνο που κατάφερε ήταν να πέσει στο λάκκο που ο ίδιος έσκαψε με τις παλινωδίες για την «κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας» και την «κυβέρνηση ειδικού σκοπού» ή το σοκαριστικό κάλεσμα που απηύθυνε στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής και του μορφώματος Κασιδιάρη.
Η ωμή παραδοχή του Γιώργου Κατρούγκαλου για τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών ήταν έτσι το λιγότερο κακό μπροστά σε όσα είχαν ήδη συντελεστεί, ενώ το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού» ακυρώθηκε εξαρχής, από τη στιγμή που με απόφαση του Αλέξη Τσίπρα συμπεριελήφθη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ ο πρώην στενός του συνεργάτης, Νίκος Παππάς, ο οποίος θα μείνει στην Ιστορία με το «13-0» από τις ψήφους της καταδίκης του στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Αλλωστε, η ανανέωση στις λίστες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανύπαρκτη και περιορίστηκε
σε επιλογές τύπου... Αντώναρου.
Απελπισμένες κινήσεις
Με άλλα λόγια, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνθηκαν σε ένα οριοθετημένο κοινό, τόσο αριθμητικά όσο και πολιτικά. Σε ένα κοινό φανατισμένο και ταγμένο αποκλειστικά σε μεθόδους και σε έναν πολιτικό χώρο που τις ακολουθεί, αγνοώντας το δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας. Το οποίο ωστόσο αποδοκιμάζει και απεχθάνεται την τοξικότητα, το φανατισμό και το διχασμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιστράτευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας τον
αρνητικό λόγο και τις προσωπικές επιθέσεις κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, της συζύγου του και της οικογένειάς του ή των συνεργατών του και ανέδειξε σε «διώκτη» τους τον... γνωστό και μη εξαιρετέο Παύλο Πολάκη. Μιλούσε έως την τελευταία στιγμή που άνοιξαν οι κάλπες ξεδιάντροπα για «νοθεία», έστησε... παράλληλο σύστημα συλλογής αποτελεσμάτων, έχοντας αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις, και κατέφυγε σε μια απελπισμένη κίνηση να επιστρατεύσει ευρωπαϊκό μέσο που παρουσίασε ένα αμφιλεγόμενο poll of the polls, που, τάχα, προέβλεπε...ντέρμπι στις κάλπες. Η Ιστορία όμως έγραψε ότι το ντέρμπι έγινε περίπατος...