Οι διαρκείς και εντεινόμενες απειλές εκ μέρους της Μόσχας για χρήση πυρηνικών και μετατροπή της σύγκρουσης με την Ουκρανία ακόμη και σε έναν παγκόσμιο πόλεμο, ύστερα από τη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς από το Κίεβο, έχουν θέσει σε συναγερμό την παγκόσμια κοινότητα. Αυτό που φαίνεται να επιδιώκουν όλες οι πλευρές είναι να υπάρξουν σοβαρές διαπραγματεύσεις που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να οδηγήσουν στον προσωρινό ή οριστικό τερματισμό του πολέμου, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του στον Λευκό Οίκο ο Ντόναλντ Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου 2025. Διαφορετικά, ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια εάν ο Βλάντιμιρ Πούτιν μπλοφάρει για μία ακόμη φορά για τη χρήση πυρηνικών ή όχι, απειλώντας επί της ουσίας όλο τον πλανήτη με όλεθρο.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η σκληρή στάση του Ρώσου προέδρου και η χρήση διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων έχουν δημιουργήσει μια πρωτοφανή κλιμάκωση που διαψεύδει την όποια αισιοδοξία προκάλεσε η εκλογή Τραμπ και όσα εκείνος είχε δηλώσει για τις προσπάθειες τερματισμού του πολέμου. Την ίδια προσδοκία έχει άλλωστε και ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος ωστόσο δεν θα ήθελε να βρεθεί σε μειονεκτική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και εξακολουθεί να δηλώνει ότι δεν θ’ αποδεχθεί την απώλεια ουκρανικών εδαφών ως τετελεσμένο.
Η πραγματικότητα εντούτοις είναι εξαιρετικά δύσκολη για το Κίεβο και μάλιστα όχι μόνο στην Ανατολική Ουκρανία, αφού το Reuters ανέφερε τις τελευταίες ημέρες ότι η Ουκρανία έχει χάσει περίπου το 40% των εδαφών που είχε καταλάβει από το καλοκαίρι στην περιοχή του Κουρσκ, επιχειρώντας μια αντεπίθεση που θα της έδινε πλεονέκτημα σε πιθανές μελλοντικές διαπραγματεύσεις έναντι της Ρωσίας. Από τη δική της πλευρά, η Μόσχα εμφανίζεται επίσης κάθετη ως προς το ότι θέλει να διατηρήσει τα εδάφη που έχει προσαρτήσει μονομερώς στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία, αλλά και ως προς την ουδετερότητα της Ουκρανίας, ζητώντας κατ’ ουσίαν από το Κίεβο να εγκαταλείψει τα σχέδια ένταξης στο ΝΑΤΟ.
Μόσχα εναντίον Δύσης...
Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι πριν από τη χρήση των διηπειρωτικών πυραύλων που διαθέτει στο οπλοστάσιό της η Μόσχα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για πυρηνικά πλήγματα, προηγήθηκε το πράσινο φως της Ουάσιγκτον για τη χρήση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς που έχει δώσει στην Ουκρανία, ούτως ώστε οι δυνάμεις της να επιχειρήσουν χτυπήματα σε ρωσικό έδαφος. Κάτι αντίστοιχο συνέβη τις προηγούμενες ημέρες και με τη Βρετανία, με την Ουκρανία να χρησιμοποιεί και βρετανικούς πυραύλους για τον ίδιο σκοπό και τη Μόσχα να καταφέρεται εναντίον της Δύσης και να θεωρεί τις εξελίξεις αυτές ως έμμεση συμμετοχή των δυτικών χωρών στον πόλεμο εναντίον της.
Το Σαββατοκύριακο και οι δύο πλευρές πάντως εξαπέλυσαν νυχτερινά χτυπήματα με drones, δείχνοντας διατεθειμένες να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο έχουν στη διάθεσή τους, ενώ αναλυτές εκτιμούν ότι η στάση της διοίκησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που θα επιδείξει ο Τραμπ, καθώς ο νυν πρόεδρος θέλει να ενισχύσει τον Ζελένσκι και να φέρει την Ουκρανία στο καλύτερο δυνατό σημείο πριν τυχόν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία για τον τερματισμό των συγκρούσεων.
Ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πάντως, τούτο φαντάζει ασφαλώς προτιμότερο από μία επικίνδυνη κατάσταση στην οποία μπορούν να μπουν όχι μόνο οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά ολόκληρος ο πλανήτης στην περίπτωση που η Ρωσία κάνει πράξη τις απειλές της για χτυπήματα κατά των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ και των συμμάχων της Ουκρανίας. Πολύ περισσότερο, τις απειλές για χρήση πυρηνικών που θα έβαζαν τον πόλεμο σε μια νέα φάση, η οποία όμως αυτήν τη φορά δεν θα έχει επιστροφή...
Προς το παρόν πάντως, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι απειλές της Μόσχας δεν είναι τόσο εφικτό να πραγματοποιηθούν, αλλά προειδοποιούν κατά του εφησυχασμού της Δύσης. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι προτιμότερες οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών για την εξεύρεση μιας πιθανής λύσης, η οποία είναι βέβαιο πλέον ότι θα περιλαμβάνει υποχωρήσεις κυρίως για την ουκρανική πλευρά.