Υπήρχε ένα «σχέδιο μάχης». Μια ομάδα με το όνομα «Μέδουσα», που συναντιόταν σε μπαρ, αντάλλασσε απόρρητα έγγραφα μέσω κρυπτογραφημένων συνομιλιών και διέρρεε πληροφορίες σε δημοσιογράφουςπληροφορίες που κατέληγαν στις εφημερίδες λίγα λεπτά πριν από συλλήψεις, έρευνες και ανακρίσεις.

Η ομάδα αυτή, την παραμονή του πολιτικού σεισμού που ονομάστηκε Qatargate, εκτιμάται πως είχε ήδη στα χέρια της όλες τις κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση. Μάλιστα, οι δημοσιογράφοι φέρεται να είχαν προετοιμάσει τα άρθρα που θα δημοσίευαν στις 9 Δεκεμβρίου 2022 – τη μέρα που ολόκληρος ο κόσμος έμαθε ότι στις Βρυξέλλες «αποκαλύφθηκε» ένα κύκλωμα διεφθαρμένων πολιτικών. Οι αποκαλύψεις της εφημερίδας «Il Dubbio» σοκάρουν. Όλα αυτά περιλαμβάνονται στο καυτό ανακριτικό υλικό που συνέταξε η βελγική Δικαιοσύνη και αφορά τις διαρροές στον φάκελο «Qatargate/Mezzo».

Στην καρδιά της υπόθεσης βρίσκεται ο Hugues Tasiaux, προσωρινός διευθυντής της υπηρεσίας κατά της διαφθοράς. Σύμφωνα με τα έγγραφα, ήταν ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε το δίκτυο παράνομων σχέσεων ανάμεσα σε Αστυνομία, δικαστικούς και δημοσιογράφους – το δίκτυο που προκάλεσε θύελλα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το σύστημα αυτό αποκαλύφθηκε χάρη στις καταγγελίες όσων είδαν τα δικαιώματά τους να κουρελιάζονται στο κέντρο της Ευρώπης.

Η αρχή του τέλους

Το 2023, η πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου, Εύα Καϊλή, και ο πρώην κοινοβουλευτικός βοηθός, Φραντσέσκο Τζόρτζι, υπέβαλαν επίσημη αναφορά για τις μαζικές και συστηματικές διαρροές που τους είχαν καταστρέψει. Από αυτή την αναφορά γεννήθηκε μια παράλληλη έρευνα, η οποία αποκάλυψε έναν εφιαλτικό μηχανισμό.

Στις 9 Δεκεμβρίου 2022 –τη μέρα των συλλήψεων– δημοσιεύτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τις επιχειρήσεις της Αστυνομίας πληροφορίες που μόνο λίγοι μπορούσαν να γνωρίζουν. «Ήταν όλα έτοιμα από πριν, ακόμα και τα ποσά που θα έβρισκαν», εξηγεί στο «Μανιφέστο» άνθρωπος που παρακολουθεί στενά την υπόθεση. Στις έρευνες παρόντες ήταν ο δικαστής Michel Claise, η γραμματέας του, μια ασκούμενη, ένα μέλος της ομάδας ηλεκτρονικού εγκλήματος και ο Tasiaux.

Οι διαρροές, όμως, συνεχίστηκαν και μετά την αποχώρηση του Claise και την αντικατάστασή του από τη δικαστή Aurélie Dejaiffe. Το μόνο κοινό στοιχείο από την αρχή της υπόθεσης ήταν η υπηρεσία OCRC (Κεντρικό Γραφείο Καταπολέμησης της Διαφθοράς).

Οι ανακριτές άρχισαν να υποψιάζονται ότι η πηγή των διαρροών βρίσκεται μέσα στην ίδια την υπηρεσία.

Τον Φεβρουάριο του 2025, οι ελεγκτές του ανεξάρτητου γενικού επιθεωρητή εισέβαλαν στα γραφεία της OCRC και κατέσχεσαν τηλέφωνα. Από την ανάλυσή τους αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη.

Ανάμεσα στα ευρήματα, μια εικόνα-κλειδί: ένα screenshot από ομαδική συνομιλία στο Signal. Εκεί, στις 8 Δεκεμβρίου του 2022 –την παραμονή του μεγάλου μπλόκου– δύο δημοσιογράφοι έστελναν στον Tasiaux πλήρη άρθρα πριν πραγματοποιηθούν οι έρευνες, ζητώντας σχόλια και διορθώσεις. Οι λεπτομέρειες στα άρθρα ήταν εξαιρετικά συγκεκριμένες: ονόματα υπόπτων, επικείμενες έρευνες, κράτη εμπλεκόμενα, περιγραφές της επιχείρησης.

Όταν ο Tasiaux κλήθηκε από τον ανακριτή Anciaux, αρχικά αρνήθηκε κάθε εμπλοκή. Μπροστά στις αποδείξεις, όμως, παραδέχτηκε ότι «υπήρχε ένα είδος συμφωνίας».

Σύμφωνα με τα λόγια του, ο ρόλος του ήταν να έχει υπό έλεγχο τους δημοσιογράφους – δίνοντάς τους πληροφορίες, αλλά τσεκάροντας πότε θα τις δημοσιεύσουν.

Τα ήξεραν νωρίτερα

Τα μηνύματα δείχνουν ότι οι δημοσιογράφοι λάμβαναν πληροφορίες ακόμη και από μυστικές υπηρεσίες. Σε αρκετές περιπτώσεις, φέρονταν να γνωρίζουν στοιχεία της υπόθεσης πριν ακόμη τα γνωρίζει η ίδια η Αστυνομία.

Ο Tasiaux παραδέχτηκε ότι οι δημοσιογράφοι τούς «βοηθούσαν» με πληροφορίες, δημιουργώντας έτσι έναν ανεξέλεγκτο κύκλο ανταλλαγής.

Ο Tasiaux κατηγορείται πλέον για παράνομη πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και κατάχρηση εξουσίας.

Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων θα χρησιμοποιήσουν αυτές τις αποκαλύψεις στις ακροάσεις του Δεκεμβρίου. Πολλοί νομικοί εκτιμούν ότι το σύνολο της έρευνας Qatargate ίσως θεωρηθεί «ανεπανόρθωτα μολυσμένο» και να ακυρωθεί.

Αν συμβεί αυτό, θα καταρριφθεί οριστικά ο μύθος του «μεγαλύτερου σκανδάλου διαφθοράς στην Ευρώπη».

Η υπόθεση αυτή, όμως, που πίσω της η πηγή του «Μανιφέστο» εντοπίζει οικονομικά συμφέροντα, είχε σοβαρές συνέπειες σε συγκεκριμένα πρόσωπα: η Καϊλή στερείται άμεσα την ασυλία της, με το Κοινοβούλιο να την αδειάζει βασιζόμενο κυρίως σε δημοσιεύματα, όχι σε επίσημα στοιχεία.

Εκείνη και ο Τζόρτζι μένουν προφυλακισμένοι επί μήνες. Απειλούνται ότι θα χάσουν την κόρη τους εάν δεν ομολογήσουν. Η ενημέρωση στα μέσα είναι μονόπλευρη – παρουσιάζονται ως ένοχοι πριν καν ανακριθούν επαρκώς.

Σοβαρές αδυναμίες

Με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να αποκαλύπτονται σοβαρές αδυναμίες:

  • Πολλά στοιχεία δεν καταγράφηκαν.
  • Σημαντικές αποδείξεις κρατήθηκαν κρυφές για πάνω από έναν χρόνο.
  • Ερευνητικά έγγραφα «εξαφανίστηκαν».
  • Η Αστυνομία συμμετείχε κρυφά σε εσωτερικές συναντήσεις του Ευρωκοινοβουλίου.
  • Οι μυστικές υπηρεσίες του Βελγίου κατηγορούνται ότι παρακολουθούσαν ευρωβουλευτές χωρίς άδεια.

Όλα αυτά δημιουργούν την εικόνα μιας έρευνας μεθόδων που δεν συμβιβάζονται με κράτος δικαίου. Συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για «αγορά» πολιτικών αποφάσεων δεν έχουν παρουσιαστεί. Η ίδια η βελγική Δικαιοσύνη έχει αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη στους φερόμενους ως δωροδότες, δηλαδή στους πολιτικούς του Κατάρ και του Μαρόκου. Το χρήμα στις περίφημες βαλίτσες φαίνεται όλο και περισσότερο να προερχόταν από ανεπίσημες αμοιβές του Panzeri που δεν είχαν δηλωθεί στην Εφορία – όπως είχε πει εξαρχής, προτού αλλάξει εκδοχή όταν η οικογένειά του συνελήφθη. Μάλιστα, η εισαγγελία του Μιλάνου έχει ξεκινήσει έρευνα εις βάρος του για συκοφαντική δυσφήμηση, ύστερα από μήνυση της Καϊλή και του Τζόρτζι.

Τα στοιχεία της δικογραφίας καταδεικνύουν ότι δημοσιογράφοι, αστυνομικοί και στελέχη του δικαστικού συστήματος βρίσκονταν σε μια σχέση αλληλεξάρτησης, όπου ο ένας ενίσχυε τη θέση του άλλου.

Για τους δημοσιογράφους, ήταν μια ιστορία τεράστιας απήχησης – ένα παγκόσμιο σκάνδαλο με βαλίτσες χρημάτων. Για τους αστυνομικούς, ήταν μια ευκαιρία να δείξουν επιτυχία επιπέδου FBI. Για τον εισαγγελέα, ήταν υπόθεση που μπορούσε να καθορίσει την καριέρα του.

Όμως, αυτή η «συμμαχία» οδήγησε σε μια σειρά από ενέργειες που σήμερα φαίνονται εξαιρετικά προβληματικές, αν όχι παράνομες, αδιαφορώντας για το κύρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που υπέστη ισχυρό πλήγμα.

Θαρραλέα επιμονή

Αξιοσημείωτο είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια του διασυρμού της Εύας Καϊλή, οι μυστικές υπηρεσίες δεν εντόπιζαν καμία εμπλοκή της, ενώ όλα φαίνεται να έχουν ξεκινήσει από μια ΜΚΟ την περίοδο του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ. Ιδιαίτερη αξία έχει και το γεγονός πως η πρώην ευρωβουλευτής είχε δεχθεί πιέσεις για συμφωνία (σε βάρος της) με τον όρο να μην έχει πρόσβαση στη δικογραφία, κάτι που αρνήθηκε.

Η επόμενη μέρα φέρνει δικαστικούς αγώνες αποκατάστασης των θυμάτων μιας υπόθεσης που αφήνει σοβαρά λαβωμένο το ΕΚ, με τους Ιταλούς να δηλώνουν έτοιμοι να αναλάβουν δράση αν δεν πράξουν τα δέοντα οι Βέλγοι.