Οταν μιλάμε για ποδόσφαιρο και πολιτική πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τη σχέση τους με την κοινωνία. Κατ’ επέκταση τη σχέση των πολιτικών κομμάτων και των ποδοσφαιρικών ομάδων με τους οπαδούς τους. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι η στάση και η συμπεριφορά των οπαδών τους, για τους οποίους ενίοτε ευθύνεται ο αντίπαλος. Εν πολλοίς, ύστερα από ένα παιχνίδι ή μια αντιπαράθεση εντός ή εκτός Κοινοβουλίου ξέρεις εκ των προτέρων τι θα ακούσεις, ακόμη κι αν αυτό που βλέπεις δεν έχει σχέση με όσα ακούγονται. Η πραγματικότητα για τους οπαδούς ισχύει εφόσον συμφωνείς μαζί τους ότι οι κανόνες παραβιάζονται από τους «άλλους». Προφανώς η πραγματικότητα γι’ αυτούς εξαρτάται από το χρώμα της φανέλας στη μια περίπτωση και από τις ετικέτες (Δεξιά, Αριστερά) στην άλλη περίπτωση.
Στη συνέχεια, την «εκπαίδευση» των οπαδών αναλαμβάνουν οι σχολιαστές, «αντικειμενικοί» επί τω πλείστον, αξιόπιστοι ώστε να πιστοποιήσουν ότι το ποδόσφαιρο ή η πολιτική διέρχεται κρίση η οποία οφείλεται πάντα στους «άλλους». Σ’ αυτό το σημείο αρχίζουν να αναπτύσσονται θεωρίες συνωμοσίας όπου πάντα υπάρχει ένα «σύστημα» που επιβουλεύεται το πρωτάθλημα ή το πολιτικό σύστημα. Ζούμε στην εποχή του «μαζί μας ή εναντίον μας», της ακατάσχετης φλυαρίας και της τοξικότητας που δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα. Ενα φάουλ μπορεί να προκαλέσει έκρηξη κι ένα θεμελιώδες δικαίωμα (όπως αυτό την ισότητα στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών) μαζική υστερία.