Η κυνική φράση ενός 19χρονου –«πίναμε μπίρες, κάναμε χασίς και είπαμε να βάλουμε φωτιά»– δεν είναι απλώς μια ομολογία (για τον εμπρησμό). Είναι μια γροθιά στο στομάχι κάθε πολίτη που βλέπει τα καμένα βουνά, τα χωράφια και τις περιουσίες να χάνονται. Είναι η απόλυτη ειρωνεία: η ζωή και το μέλλον μιας ολόκληρης περιοχής να θυσιάζονται στον βωμό της βαρεμάρας και της ανευθυνότητας.

Όλες αυτές οι λέξεις –«πίναμε», «κάναμε», «είπαμε»– ζουν μέσα μας και κατορθώνουν, με μια αηδιαστική απλότητα, να περιγράφουν την καταστροφή ολόκληρων δασικών εκτάσεων, απίστευτης καταστροφικής δύναμης και ρίσκου.

Την ίδια στιγμή, ο 27χρονος συνεργός επιδιώκει να ξεπλύνει την ευθύνη του με ένα φρικιαστικό ανέκδοτο: «Δεν θυμάμαι κάτι… Πρέπει να είχα κενά μνήμης. Είχα πιει πολύ τσίπουρο». Μόνη του ένδειξη «ντροπής» είναι μια χρυσή, μεθυσμένη αμνησία.

Οι κάτοικοι, ωστόσο, δεν είδαν αλκοολικές θολώσεις, είδαν ανθρώπους να κινούνται ύποπτα πάνω σε ένα μηχανάκι, να γελούν, γελώντας αυτούς που αύριο θα χάσουν τα σπίτια, τα δάση, τη ζωή τους. Και βρέθηκε ένα μπουκάλι βενζίνης κοντά στο σημείο εκκίνησης της φωτιάς. Όταν μια κάτοικος τους ρώτησε, ο 19χρονος ισχυρίστηκε πως δεν άφησε τίποτα, όμως το βρήκε και το παρέδωσε στην αστυνομία.

Και στο επόμενο κεφάλαιο της τραγωδίας: έξω από τα δικαστήρια, οι ντόπιοι φώναζαν «κάψατε την Πάτρα», εκφράζοντας όλη τη συλλογική οργή και αποτροπή απέναντι σε αυτήν την αμέλεια ή, χειρότερα, αυτήν την ανοχή στην καταστροφή.

Ο λαϊκός νόμος εν δράσει

Δεν ήταν μονάχα η ένταση που ξεχείλισε· ήταν το βαθύτερο υπαρξιακό σοκ μιας κοινότητας που είδε ανθρώπους να στοιχηματίζουν με τη φωτιά, σαν να ήταν παιχνίδι, χωρίς καν να τους νοιάζει. Χωρίς να σκεφτούν τις οικογένειες που θα χάσουν τα κτήματά τους, τα χιλιόμετρα δάσους, την ανάσα της καθημερινής ζωής.

Η «πίναμε, κάναμε, είπαμε» στάση δεν είναι αστείο ούτε δικαιολογία. Είναι τερατωδώς απάνθρωπη. Αναδεικνύει μια παθολογική αδιαφορία, ίσως και περιφρόνηση, για το κοινωνικό σύνολο, για τη φύση, για την ίδια τη ζωή.

Συμπέρασμα

Η ομολογία του 19χρονου συνοψίζει με αίσθημα θράσους μια εποχή που η καταστροφή αντιμετωπίζεται ως εξόχως ελαφρύ αλκοολικό παιχνίδι. Και αντί η Δικαιοσύνη να προστατεύει και να αποτρέπει, η υπέρτατη κάθαρση έρχεται τελικά… από το πλήθος.

Ίσως, στο τέλος της ημέρας, το πιο δίκαιο να είναι να αφήσουμε τη φωτιά να γίνει σύμβολο της ντροπής τους, και να γίνει κινητήριος δύναμη για αλλαγή μιας κοινωνίας που έχει μάθει να χαϊδεύει τη φωτιά αντί να τη σβήνει.