Στα τέλη του περασμένου μήνα είδαμε όλοι την απρέπεια του Βρετανού πρωθυπουργού απέναντι στον Έλληνα ομόλογό του, με αφορμή τη δίκαιη και στέρεη αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην επιβεβλημένη επιστροφή των γλυπτών που αφαίρεσε βίαια και ληστρικά από τον Παρθενώνα ο λόρδος Έλγιν, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.Τα ακρωτηριασμένα αγάλματα του ιστορικού παρελθόντος και οι προδομένες μοίρες των λαών που υπέκυψαν στη βαρβαρότητα της αποικιοκρατίας, μπορούν να βρούνε καταφύγιο στους στίχους του Σεφέρη:
“Είχε το φέρσιμο το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
Να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
Λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
- Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
- Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν τον βλέπεις:
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
- Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
-…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά…. καληνύχτα”
Ας πάμε τις μνήμες λίγο πίσω, από το "τώρα" ή αρκετά πιο μπροστά από την περίοδο της αρχαιοκαπηλείας του Λόρδου Έλγιν. Τότε που οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις του Μπους, μαζί με τις αντίστοιχες αγγλικές του Μπλερ ανέτρεπαν με εχθροπραξίες το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, σπέρνοντας το χάος και αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο, ώστε ο ιρακινός όχλος, με την ανοχή, αν όχι με τη σύμπραξη των εισβολέων να λεηλατήσει τους θησαυρούς του Μουσείου της Βαγδάτης, διαπράττοντας το ιστορικό ισοδύναμο της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας κατά την κατάληψη της πόλης από τους Ρωμαίους. Βέβαια οι Αγγλομερικανικές δυνάμεις δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν τη λεηλασία, δεν έκαναν τίποτα γιατί οι «καουμπόηδες» και οι "μπόμπι" έχουν ελάχιστη σχέση με την ιστορία της Μεσοποταμίας, με όλη αυτή την ιστορία των χιλιετηρίδων που φυλασσόταν στο Μουσείο που δήωσε ο Ιρακινός όχλος, κάτω από τα απαθή βλέμματα των Αμερικανών και των Άγγλων στρατιωτών, γιατί τους συνέφερε να ασχολούνται οι Ιρακινοί με τον ακρωτηριασμό των αρχαίων γλυπτών παρά με την αντίσταση, γιατί η αναρχία ήταν η πρόφαση που θα τους εμφάνιζε ως εγγυητές της σταθερότητας στο μεταπολεμικό Ιράκ και γιατί, από τον Σύλλα ως τον Λόρδο Έλγιν και την επιχείρηση ‘σοκ και δέος’ οι αρχαιοκάπηλοι συμπορεύονται με τους πολεμοκάπηλους.
Δεν είναι, όμως, μόνο η αμάθεια και η συσσωρευμένη καταπίεση που σπρώχνει έναν λαό να λεηλατεί τα ίδια του τα μουσεία, κάτω από τα μάτια των εισβολέων. Είναι και η σκοτεινή, η φονταμενταλική πλευρά του Ισλάμ, που απαγορεύει την εξεικόνιση του θείου και πυροδοτεί την καταστροφική μανία ενάντια στις εικόνες και στα αγάλματα των άλλων θρησκειών και πολιτισμών. Αυτόν τον σκοταδιστικό φανατισμό δεν μπορούμε να μην τον αντιδιαστείλουμε με την πνευματικότητα των αρχαίων Ασσύριων που λάξευσαν ανθρωπόμορφους ταύρους για να φυλάγουν τους ναούς των θεών τους και με την κλασσική αρχαιότητα που έπλασε τα αγάλματα των θεών της ‘κατ’ εικόνα και ομοίωση’ του ανθρώπου.
Μαζί με τις εικόνες καταστροφής των αρχαίων αγαλμάτων έφθασαν στους δέκτες μας και οι εικόνες όπου ο ίδιος όχλος γκρέμιζε με τη βοήθεια των Αμερικανών και των Άγγλων τους μεταλλικούς ανδριάντες του Σαντάμ. Φυσικά κατανοούμε απόλυτα το μένος των Ιρακινών για τον βάναυσο ηγέτη τους και τη σπουδή τους να αποκαθηλώσουν τα σύμβολά της ματαιοδοξίας του μόλις έπεσε το καθεστώς. Το συμβολικό περιεχόμενο όμως των εικόνων είναι τόσο έντονο που επιτρέπει ορισμένα -αναδρομικά- σχόλια. Ο απαγχονισμένος ανδριάντας του Σαντάμ, με τη θηλιά στον λαιμό έμοιαζε με τον μαρμαρωμένο πιστό υπηρέτη στο παραμύθι των αδελφών Γκριμ, η αμερικανική σημαία που είχε τοποθετηθεί ως τυφλόπανο εκτέλεσης αφαιρείται για να μην προκαλέσει το ‘κοινό αίσθημα’ του πλήθους, το τεθωρακισμένο βάζει μπροστά και ο ανδριάντας λυγίζει, ταλαντεύεται και πέφτει. Μένει για λίγο γωνιωμένος πάνω στο βάθρο και μετά γκρεμίζεται κούφιος, αφήνοντας στο βάθρο τους αστραγάλους του και τους μεταλλικούς σωλήνες που συγκρατούσαν εσωτερικά της κνήμες.
Ο όχλος κόβει το μεταλλικό κεφάλι και δεμένο πάντα με την θηλιά αρχίζει να το σέρνει στους δρόμους της Βαγδάτης. Τα σκληρά, μεταλλικά χαρακτηριστικά του δικτάτορα αλλοιώνονται, σπάζουν καθώς σέρνεται στο δρόμο. Ετούτο το κομμένο κεφάλι του ανδριάντα ήταν σαν το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, του ήρωα στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Όσκαρ Ουάιλντ. Η μορφή του Ντόριαν Γκρέυ δεν άλλαζε ποτέ, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, όσο ακόλαστα και αν ζούσε εκείνος. Αντί για αυτόν γερνούσε το πορτρέτο του, καταχωνιασμένο σε μια αποθήκη. Οι αμαρτίες του Ντόριαν δεν αλλοίωναν τα νεανικά του χαρακτηριστικά, παραμόρφωναν απλά τη ζωγραφική του απεικόνιση, όπως ακριβώς παραμορφωνότανε το μεταλλικό πρόσωπο του Ιρακινού ηγέτη, παίρνοντας επάνω του όλες της αμαρτίες, τους βασανισμούς και τις εκτελέσεις του Σαντάμ, όλες τις αμαρτίες των εισβολέων που οι βόμβες τους σκοτώσανε κι ακρωτηριάσανε παιδιά και όλες τις αμαρτίες ενός λαού που δεν αντιστάθηκε ούτε στον τύραννο ούτε στους εισβολείς, παρά μόνο λεηλάτησε τα αγάλματα του μουσείου του και τσάκισε εκ του ασφαλούς και με τη συνδρομή των ξένων στρατιωτών τους ανδριάντες του Χουσεΐν. Αρκετό καιρό πριν από την τρομοκρατική επίθεση στο Μανχάταν και τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, οι Ταλιμπάν είχανε καταστρέψει δυο μεγάλα αγάλματα, με τη μορφή του Βούδα, που βρίσκονταν -από την αρχαιότητα- στην επαρχία Μπαμπιγιάν του Αφγανιστάν. Επιτέθηκαν, λοιπόν, οι μουλάδες, με πυρά βαρέως πυροβολικού στα γιγαντιαία γλυπτά και τα κονιορτοποίησαν, θέλοντας να εξαφανίσουν τα ίχνη του βουδιστικού πολιτισμού από τη χώρα τους. Όπως ακριβώς ισοπέδωσαν και τους ουρανοξύστες που υψώνονταν ως φαραωνικά μνημεία της ματαιοδοξίας του Δυτικού μας πολιτισμού.
Οι δίδυμοι πύργοι, που ατένιζαν ως σύγχρονοι υπερμεγέθεις Βούδες την τεχνοκρατική νιρβάνα του νεοϋορκέζικου ορίζοντα επλήγησαν, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, από τον ίδιο τυφλό φανατισμό που γκρέμισε και τα αγάλματα του Μπαμπιγιάν. Έπεσαν θύματα του μίσους για το διαφορετικό, για τον «άλλον». Την ίδια όμως άρνηση της πολιτισμικής διαφορετικότητας εμφανίζει και η Δύση, όταν επιχειρεί να επιβάλλει αδιακρίτως την πολιτιστική ομογενοποίηση, όταν αντιλαμβάνεται την ιστορία ως μια διαδικασία μονόδρομης σύγκρουσης και όχι πολύτροπης σύνθεσης των διαφορετικών πολιτισμών. Το ‘σωστό’ και το ‘λάθος δεν αποτελούν αποκλειστικότητα κανενός πολιτισμού και κάθε λαός καλείται να διαδραματίσει τον ιστορικό του ρόλο όχι μέσα από την επιβολή αλλά μέσα από την συνθετική προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της σκηνής του θεάτρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι κατεστραμμένοι Βούδες του Αφγανιστάν θα βρούνε τη θέση της δικαίωσής τους στον ιστορικό χρόνο δίπλα στα ακρωτηριασμένα και ανεπίστρεπτα –ακόμη– "ελγίνεια" της αποικιοκρατίας των ‘πολιτισμένων’ Δυτικών. Καθώς οι ζώνες αγνότητας της καταναλωτικής ευημερίας αδυνατούν να προφυλάξουν τη διερρηγμένη αθωότητα του δυτικού μας πολιτισμού, ίσως έχουμε να διδαχτούμε κάτι από τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη: "βρήκα δυο αγάλματα περίφημα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ως και οι φλέβες φαίνονταν… γιατί γι’ αυτά πολεμήσαμε».