Στα πλαίσια της γνωστής πλέον υπόθεσης χρηματισμού ευρωβουλευτών από το Κατάρ, έγινε γνωστό την περασμένη εβδομάδα ότι οι βελγικές αρχές, σεβόμενες την βουλευτική ασυλία της κ. Καϊλή, έφτασαν στην σύλληψή της χωρίς να παρακολουθούν το κινητό της τηλέφωνο.
Αυτή η «αποκάλυψη» έγινε αφορμή εδώ, στην Ελλάδα, ώστε να ξεσπαθώσουν οι πολέμιοι της κυβέρνησης που ισχυρίζονται ότι είναι αδιανόητο να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα από την ΕΥΠ.
του Μιχάλη Δεμερτζή
Ωστόσο, στο μέτρο που ενδιαφέρεται κανείς για τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών περισσότερο από το να βρίσκει απλώς λόγους για να πλήξει την κυβέρνηση, εδώ εγείρεται το εξής ζήτημα: Με ή χωρίς παρακολούθηση του κινητού της, παραβιάστηκε τελικά η ιδιωτικότητα της κ. Καϊλή ώστε να φτάσουν να την συλλάβουν; Οι βελγικές αρχές πάντως είναι φειδωλές ως προς τις ανακοινώσεις τους για τις λεπτομέρειες της έρευνας, με αποτέλεσμα η ενημέρωσή μας από το Βέλγιο να είναι σπασμωδική και ενίοτε αυτοαναιρούμενη.
Εν συντομία, μέχρι στιγμής έχουμε μάθει από τις Βρυξέλλες ότι οι συλλήψεις των εμπλεκόμενων ευρωβουλευτών έγιναν μετά από παρακολουθήσεις σε τηλέφωνα, αλλά μετά μάθαμε ότι δεν έγιναν μετά από παρακολουθήσεις σε τηλέφωνα γιατί οι ευρωβουλευτές προστατεύονται από ασυλία, μα ακόμα πιο μετά μάθαμε ότι τελικά έγιναν παρακολουθήσεις, μόνο που αυτές οι παρακολουθήσεις δεν αφορούσαν τα τηλέφωνα των ευρωβουλευτών αλλά ανθρώπων του περιβάλλοντός τους. Σαν να λέμε, δεν παρακολουθούμε το τηλέφωνό σου, αλλά παρακολουθούμε το τηλέφωνο της μητέρας σου, της αδελφής σου, των φίλων σου, των γνωστών σου κτλ. Εσένα όμως δεν σε παρακολουθούμε! Τρέχα γύρευε…
Ειδικά δε για την περίπτωση της κ. Καϊλή, ξέρουμε ήδη ότι οι αρχές παρακολουθούσαν το σπίτι της και, τουλάχιστον σύμφωνα με το euronews.com, ότι τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται αποκαλύφθηκαν μετά από παρακολούθηση τηλεφωνικών συνομιλιών (wiretaps). Πώς είναι διαφορετικό αυτό σε επίπεδο παραβίασης της ιδιωτικότητας της κ. Καϊλή, σε σχέση με το να παρακολουθείτο απευθείας το κινητό της; Θα πρέπει να μας το εξηγήσουν αυτό όσοι διατείνονται ότι δικαιώθηκαν με την είδηση ότι η βελγική αστυνομία σεβάστηκε την βουλευτική της ασυλία.
Γιατί εάν, όπως τελικά προκύπτει, οι αρχές άκουγαν κρυφά συνομιλίες της κ. Καϊλή μέσω άλλων τηλεφώνων, όλες οι καθ’ ημάς διαφωνίες γίνονται γύρω από μία τεχνικότητα. Όλη η φασαρία, δηλαδή, γίνεται για το αν παρακολουθούσαν την ιδιωτική της ζωή απευθείας ή μέσω άλλων και όχι για την ουσία του ζητήματος που θεωρητικά μας απασχολεί.
Σε περίπτωση που το ξεχάσατε, λοιπόν, αυτό που υποτίθεται ότι μας απασχολεί ως κοινωνία είναι το κατά πόσο είναι θεμιτό να παρακολουθούνται από τις μυστικές υπηρεσίες του κράτους πολιτικά πρόσωπα. Για αυτό το ζήτημα έχουν τοποθετηθεί συνταγματολόγοι, δικαστικοί, αρθρογράφοι, πολίτες και πολιτικοί και όσοι από όλους αυτούς περίμεναν τις βελγικές αρχές για να δουν αν είχαν δίκιο ή άδικο, μάλλον βλέπουν μόνο ό,τι θέλουν οι ίδιοι να δουν.
Εν προκειμένω, εκτός από το γράμμα του νόμου, που τήρησε με ευλάβεια η βελγική αστυνομία μη παρακολουθώντας το κινητό της κ. Καϊλή, υπάρχει και το πνεύμα του νόμου, που εξέφρασε ξεκάθαρα η βελγική δικαιοσύνη διά του Βέλγου εισαγγελέα Μισέλ Κλεζ, λέγοντας ότι, σε αυτή τη μάχη, κανένας δεν είναι υπεράνω υποψίας.