Ο Περβέζ Μουσάραφ, ο στρατηγός που κυβέρνησε το Πακιστάν για σχεδόν μια δεκαετία αφού κατέλαβε την εξουσία το 1999 με αναίμακτο πραξικόπημα, επέβλεψε την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της χώρας και αποπειράθηκε να εισαγάγει κοινωνικά φιλελεύθερες αξίες στη συντηρητική μουσουλμανική χώρα.
Ο 79χρονος Μουσάραφ πέθανε σήμερα σε νοσοκομείο στο Ντουμπάι έπειτα από μακρά ασθένεια αφού πέρασε χρόνια αυτοεξόριστος, μετέδωσαν πακιστανικά μέσα ενημέρωσης και επιβεβαίωσαν το προξενείο του Πακιστάν στο Ντουμπάι και η πρεσβεία της χώρας στο Αμπού Ντάμπι. «Μπορώ να επιβεβαιώσω πως απεβίωσε σήμερα το πρωί», είπε το Ρόιτερς η εκπρόσωπος της πρεσβείας και του προξενείου Σάζια Σιράζ. Οι αρχηγοί του Στρατού, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας του Πακιστάν εξέφρασαν συλλυπητήρια για το θάνατό του, ανακοινώθηκε από το τμήμα δημόσιων σχέσεων των ενόπλων δυνάμεων.
Για πολλά χρόνια ο Περβέζ Μουσάραφ απολάμβανε ισχυρής υποστήριξης και η μεγαλύτερη απειλή εναντίον του ήταν η αλ Κάιντα και άλλοι μαχητικοί ισλαμιστές που προσπάθησαν τουλάχιστον τρεις φορές να τον σκοτώσουν.
Όμως το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το στρατό για να καταστέλλει διαφωνούντες, καθώς και η υποστήριξή του προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στη μάχη τους εναντίον της αλ Κάιντα και των Αφγανών Ταλιμπάν οδήγησαν τελικά στην πτώση του.
Γεννημένος το 1943 στο Νέο Δελχί, ο Μουσάραφ ήταν τεσσάρων ετών όταν οι γονείς του πήραν μέρος στη μαζική έξοδο των μουσουλμάνων πως το νεοϊδρυθέν κράτος του Πακιστάν. Ο πατέρας του υπηρέτησε στο υπουργείο Εξωτερικών, ενώ η μητέρα του ήταν δασκάλα και η οικογένεια πρέσβευε μια μετριοπαθή, ανεκτική εκδοχή του Ισλάμ.
Σε ηλικία 18 ετών εντάχθηκε στο στρατό και στη συνέχεια ηγήθηκε μιας επίλεκτης μονάδας κομάντο, πριν γίνει αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Κατέλαβε την εξουσία ανατρέποντας τον τότε πρωθυπουργό Ναουάζ Σαρίφ, ο οποίος είχε προσπαθήσει να τον αποπέμψει επειδή είχε δώσει το πράσινο φως για μια εισβολή σε ελεγχόμενες από την Ινδία περιοχές του Κασμίρ, φέρνοντας το Πακιστάν και την Ινδία στο χείλος του πολέμου.
Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Μουσάραφ απέσπασε διεθνή εγκώμια για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του, καθώς προώθησε νομοθεσία για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών και επέτρεψε για πρώτη φορά τη λειτουργία ιδιωτικών ειδησεογραφικών τηλεοπτικών σταθμών.
Η αγάπη του για τα πούρα και το ουίσκυ εισαγωγής και οι εκκλήσεις του προς τους μουσουλμάνους να υιοθετήσουν έναν τρόπο ζωής «φωτισμένης μετριοπάθειας» αύξησαν τη γοητεία του στη Δύση μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Μετά τις επιθέσεις αυτές έγινε ένας από τους σημαντικότερους συμμάχους της Ουάσινγκτον, καθώς επέτρεψε στις αμερικανικές δυνάμεις να επιχειρούν από μυστικές βάσεις στο πακιστανικό έδαφος με οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα οποία σκότωσαν χιλιάδες ανθρώπους, ενώ διέταξε επίσης τα πακιστανικά στρατεύματα να εισέλθουν για πρώτη φορά στην ιστορία του Πακιστάν στις περιοχές των φυλών κατά μήκος των συνόρων με το Αφγανιστάν.
Οι κινήσεις αυτές βοήθησαν στη νομιμοποίηση της ηγεσίας του στο εξωτερικό, αλλά συνέβαλαν επίσης στο να βυθιστεί το Πακιστάν σε έναν αιματηρό πόλεμο εναντίον ντόπιων εξτρεμιστικών μαχητικών οργανώσεων.
Σε απομνημονεύματα που κυκλοφόρησε το 2006, υποστηρίζει πως έσωσε το Πακιστάν από την οργή των ΗΠΑ, εξηγώντας πως η χώρα του είχε προειδοποιηθεί πως θα πρέπει να είναι «έτοιμη για βομβαρδισμούς που θα την έκαναν να επιστρέψει στη Λίθινη Εποχή», αν δεν συμμαχούσε με την Ουάσινγκτον.
Ο Περβέζ Μουσάραφ άσκησε επίσης με επιτυχία πίεση στον τότε πρόεδρο Τζορτζ Ου. Μπους για να χρηματοδοτήσει τις πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις. Εντούτοις η αφοσίωση των πακιστανικών ενόπλων δυνάμεων ήταν πάντα αμφίσημη: οι ισχυρές υπηρεσίες πληροφοριών τους έκαναν συμφωνίες με τους Ταλιμπάν και την αλ Κάιντα, ενώ υποστήριξαν μια εξέγερση κατά των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν.
Σε άλλους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, ο Μουσάραφ αποπειράθηκε να εξομαλύνει τις σχέσεις ανάμεσα στο Νέο Δελχί και το Ισλαμαμπάντ.
Σε περιφερειακή διάσκεψη το 2002, λιγότερο από τρία χρόνια αφότου είχε εξαπολύσει τη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον της Ινδίας, ο Μουσάραφ σόκαρε τον κόσμο όταν, αφού ολοκλήρωσε μια ομιλία, κινήθηκε ξαφνικά προς το μέρος του ινδού πρωθυπουργού Ατάλ Μπιχάρι Βατζπάγι για να του σφίξει το χέρι και προσφέρθηκε να μιλήσει μαζί του για την ειρήνη.
Αναλυτές λένε πως το ζήτημα του Κασμίρ -στο οποίο αντιπαρατίθενται η Ινδία και το Πακιστάν- είχε πλησιάσει στην επίλυσή του στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μουσάραφ. Όμως η ειρηνευτική διαδικασία εκτροχιάσθηκε λίγο αφού άφησε την εξουσία.
Υπό τον Μουσάραφ, οι ξένες επενδύσεις άνθισαν και το Πακιστάν γνώρισε ετήσια οικονομική ανάπτυξη μέχρι και 7,5% – ποσοστό που παραμένει το υψηλότερο σε διάστημα σχεδόν τριών δεκαετιών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τα ύστερα χρόνια της προεδρίας του επισκιάσθηκαν πάντως από το γεγονός ότι η διακυβέρνησή του γινόταν όλο και πιο αυταρχική. Το 2006 ο Μουσάραφ έδωσε εντολή για στρατιωτική δράση στο πλαίσιο της οποίας σκοτώθηκε ένας αρχηγός φυλής στην επαρχία Μπαλουτσιστάν, κάτι που έβαλε τα θεμέλια μιας ένοπλης εξέγερσης που μαίνεται μέχρι σήμερα.
Την επόμενη χρονιά, περισσότεροι από 100 φοιτήτες, που ζητούσαν να επιβληθεί η Σαρία, σκοτώθηκαν όταν ο Μουσάραφ αρνήθηκε να διαπραγματευθεί και διέταξε στρατεύματα να πραγματοποιήσουν έφοδο σε τζαμί στο Ισλαμαμπάντ. Αυτό οδήγησε στη γέννηση μιας νέας μαχητικής οργάνωσης, της Τεχρίκ-ι-Ταλιμπάν Πακιστάν, η οποία έχει έκτοτε σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους με επιθέσεις καμικάζι και τολμηρές εφόδους.
Αργότερα το 2007, μια επίθεση καμικάζι που στοίχισε τη ζωή στην ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Μπεναζίρ Μπούτο προκάλεσε κύματα βίας. Οι προσπάθειές του να ελέγξει το δικαστικό σώμα οδήγησαν επίσης σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας και ο Μουσάραφ, υπό πολιορκία, ανέβαλε τις εκλογές και κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Το 2008 πραγματοποιήθηκαν στο Πακιστάν οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές έπειτα από 11 χρόνια. Το κόμμα του Μουσάραφ έχασε και εκείνος, καθώς αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να παραπεμφθεί σε δίκη από το κοινοβούλιο, παραιτήθηκε από την προεδρία και διέφυγε στο Λονδίνο.
Επέστρεψε στο Πακιστάν το 2013 για να θέσει υποψηφιότητα για μια έδρα στο κοινοβούλιο, αλλά αμέσως αποκλείστηκε. Το 2016 του επιτράπηκε να αναχωρήσει για το Ντουμπάι.
Το 2019 δικαστήριο τον καταδίκασε ερήμην σε θάνατο για την επιβολή το 2007 της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όμως η ετυμηγορία αργότερα ανατράπηκε.